Αμήχανα δέχθηκε μέρος της ελληνικής κοινωνίας την απόφαση για την υπόθεση Παπαγεωργόπουλου. Το επίκεντρο της αμηχανίας σχετικά με το ύψος της ποινής που επιβλήθηκε πρωτόδικα αποτυπώνει και τη στάση όσων μπορούν να εκφράζονται μέσα από τα ΜΜΕ σε σχέση με τα λεγόμενα εγκλήματα του «λευκού περιλαίμιου»: «είπαμε να τον καταδικάσετε αλλά όχι τόσο!». Δηλαδή; Υπονοείται ότι αντίθετα με όσα πάγια προβλέπονται από τον νόμο η επιμέτρηση της ποινής για κακουργήματα τέτοιου είδους κρίνεται με βάση το κοινωνικό status του κατηγορουμένου και μόνον; Αν ναι, πρόκειται για μια συνεπή νεοφιλελεύθερη αντίληψη, που διαπερνά κάθε πτυχή της ποινικής καταστολής και δεν έχει σχέση με τα ελαφρυντικά που ο νόμος προβλέπει ότι μπορεί να αναγνωρίζονται στον κατηγορούμενο: και τούτο επειδή τα ελαφρυντικά αυτά συνδυάζονται –σύμφωνα πάντα με τον νόμο –με άλλες παραμέτρους που κρίνει ο δικαστής με βάση το αποδεικτικό υλικό μιας υπόθεσης. Εδώ όμως δεν πρόκειται περί αυτού. Κανείς στον δημόσιο λόγο δεν ασχολείται με την πραγματική ενοχή του πρώην δημάρχου και το μέγεθός της, ούτε με τα όσα ο ίδιος δημόσια υποστηρίζει για την αθωότητά του. Εδώ πρόκειται για την καλλιέργεια στο κοινό μιας άποψης (δηλαδή εξωποινικής αντίληψης) σε σχέση με τη «διακριτική» κατ’ ουσία μεταχείριση σε επίπεδο επιμέτρησης της ποινής, ανάλογα με το κοινωνικό status του κατηγορουμένου. Η άποψη αυτή παραπέμπει και σε ευρύτερες παραδοχές: δηλαδή ανεξάρτητα από τη βαρύτητα του εγκλήματος, η επιμέτρηση της ποινής θα πρέπει να γίνεται με επιεικέστερο τρόπο για αυτούς που ανήκουν σε υψηλά κοινωνικά στρώματα και με αυστηρότερο για όσους προέρχονται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα και ανεξάρτητα από τον πρότερο έντιμο βίο.
Η άτυπα καλλιεργούμενη άποψη σχετικά με την υποδεέστερη σοβαρότητα των εγκλημάτων ισχυρών παραγόντων εξουσίας σε σύγκριση με το κοινό οργανωμένο έγκλημα παραπέμπει επιπλέον και στην άποψη ότι τα εγκλήματα που εμπλέκουν τον κρατικό μηχανισμό και τις υπηρεσίες του είναι λιγότερο σοβαρά από άλλα όμοια που εμπλέκουν μόνον ιδιώτες.
Κατ’ επέκταση θεωρείται ότι κάποια κακουργήματα είναι… περισσότερο κακουργήματα από άλλα: έτσι π.χ. μια ληστεία μετά φόνου σε συνδυασμό με συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση το κοινό «καλείται» να την αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη αυστηρότητα (και με το θυμικό) από ό,τι ένα σοβαρό οικονομικό έγκλημα όπως αυτό που συζητούμε εδώ: σε αυτή την περίπτωση το κοινό καλείται να το αντιμετωπίσει ορθολογικά.
Αν ισχύει κάτι τέτοιο τότε οι πραγματικές συνέπειες των σοβαρών οικονομικών εγκλημάτων και οι προεκτάσεις τους συχνά υποτιμώνται. Διότι και στη ληστεία που προαναφέρθηκε και στα βαριά οικονομικά εγκλήματα που εμπλέκουν δημόσιες υπηρεσίες πλήττονται εξίσου και οι πολίτες και η έννομη τάξη και η δημόσια ασφάλεια, ανεξάρτητα αν στη μια περίπτωση έχουμε ορατή βία και θύματα και στην άλλη όχι. Το μέγεθος της κοινωνικής βλάβης που προκαλούν τα βαριά οικονομικά εγκλήματα έχει αναλογίες ως προς τις συνέπειές του με τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας: θύμα τους μπορεί να είναι ο καθένας, τα θύματα δεν είναι συχνά άμεσα ορατά, δεν είναι μόνο αυτά που φαίνονται, ενώ η διάπραξή τους υποθηκεύει το μέλλον των επερχόμενων γενεών.
Επιπλέον, η ευνοϊκή στάση απέναντι σε κατηγορουμένους με υψηλό κοινωνικο-οικονομικό status εμπλέκει και μια συζήτηση για την απροσφορότητα της ποινής στέρησης της ελευθερίας. Ωστόσο αυτό το ζήτημα οι εγκληματολόγοι, στο σύνολό τους σχεδόν, το θέτουν εδώ και δεκαετίες: η φυλακή δεν έχει κανένα σωφρονιστικό ούτε επανεντακτικό χαρακτήρα. Η στέρηση της ελευθερίας παράγει μόνο αρνητικούς συμβολισμούς και αποτελεί ουσιαστικά ένα μέσον αποδόμησης του εαυτού και αρνητικής κοινωνικοποίησης. Γιατί επομένως αν είναι να καταργηθεί η ποινή στέρησης της ελευθερίας για κάποια κακουργήματα, να μην καταργηθεί για όλα; Προφανώς η υπερβολή αυτής της πρότασης προκαλεί. Αλλά στην εποχή μας όλα προκλητικά είναι και κυρίως είναι προκλητικό να καλλιεργείται η άποψη ότι τα βαριά οικονομικά εγκλήματα δεν είναι απειλή για την κοινωνία σε μια συγκυρία που ακριβώς το αντίθετο αποδεικνύει. Διότι ένα μεγάλο μέρος της κρίσης έχει εγκληματικό χαρακτήρα και προέλευση –ανεξάρτητα αν θα αποδειχθεί ποτέ –με την τυπική ποινική έννοια του όρου: είναι άδικη, καταλογιστή σε συγκεκριμένες ομάδες εξουσίας και αν το δούμε και πιο ψύχραιμα, όλα αυτά προβλέπεται να τιμωρούνται και από τους νόμους.
Η κυρία Σοφία Βιδάλη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ