Το πρόβλημα με μια κριτική του φορολογικού προγράμματος ΣΥΡΙΖΑ (ΦΠΣ) είναι ν’ αποφύγει ο κρίνων να φανεί ότι «βγάζει λάδι» την φορολογική πολιτική της νυν και προσφάτως παρελθουσών κυβερνήσεων. Το δυστύχημα, δηλαδή, είναι ότι τόσο το ΦΠΣ, όσο η ισχύουσα ή «μνημονιακή» φορολογική πολιτική (ΜΦΠ), είναι λάθος, πολύ λάθος.

Η ΜΦΠ διαμορφώνεται μέσα σ’ ένα τρίγωνο σκοπέλων-στόχων: ο πρώτος, ο κατά πολύ υποβαθμισμένος, να κρατηθεί, όσο γίνεται, η ΜΦΠ σ’ ένα πλαίσιο οικονομικής λογικής (δηλ. να μην εξαλειφθεί πλήρως διά της φορολογίας το κίνητρο επιχειρηματικής προσπαθείας και δημιουργίας πλούτου) και συμβατότητος με το Σύνταγμα, που προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία, ενώ επιτάσσει φορολόγησι βάσει φοροδοτικής ικανότητος. Ο άλλος, ο καταλυτικά κυρίαρχος, να εξευρεθούν λεφτά χάριν επιτεύξεως πρωτογενών πλεονασμάτων στον κρατικό προϋπολογισμό.

Ο τρίτος, εσωτερικής πολιτικής φύσεως κυρίως και όχι τροϊκανή απαίτηση, να μη μειωθεί το Δημόσιο, πράγμα που κατ’ ανάγκην θα συνέβαινε αν η δημοσιονομική προσαρμογή, ως είναι το σωστό, γινόταν κυρίως απ’ την πλευρά των δαπανών (δηλ. με την βαθειά περικοπή των), ώστε μία ελαφρά φορολογία να συνέβαλλε στην ανασυγκρότησι του ιδιωτικού τομέως και την ανάπτυξι. (Κάποιοι κακόπιστοι ίσως να προσέθεταν και έναν τέταρτο σκόπελο-στόχο: παρά τις παραινέσεις της τρόϊκας, να μείνει κατ’ ουσίαν στο απυρόβλητο η φοροδιαφυγή, τόσο των πολλών μικρών όσο, κυρίως, των ολίγων μεγάλων. Ας μη το συζητήσουμε, μια που η βούληση του πολιτικού συστήματος στο θέμα δεν αποδεικνύεται, ενώ ως ελαφρυντικό προτείνεται η προϊούσα αδυναμία των φοροελεγκτικών μηχανισμών, απότοκο της γενικωτέρας διαλύσεως του Δημοσίου.)

Ετσι βλέπουμε «τρελλά» φαινόμενα, όπως μία φορολογία ακινήτων, που λειτουργεί δημευτικά & αντι-αναπτυξιακά, μη επιστροφές ΦΠΑ σ’ εξαγωγικές επιχειρήσεις, απαίτηση του κράτους να καταβληθεί σε ρευστό ο ΦΠΑ, που το ίδιο το κράτος δεν έδωσε σε προμηθευτές του, αυθαίρετα τεκμήρια διαβιώσεως, ακραία επιβάρυνση των συνεπών φορολογουμένων αντί μεγεθύνσεως της φορολογικής βάσεως, κατάργηση της εκπτώσεως ασφαλίστρων ζωής κ.α. Επειδή όμως υπ’ αυτές τις συνθήκες ο τρίτος σκόπελος-στόχος (η διατήρηση του Δημοσίου) υπονομεύει τον δεύτερο (την εξεύρεσι χρημάτων), μια που η υπερφορολόγηση μειώνει δραστικά οικονομική δραστηριότητα & φορολογική βάσι, η οικονομία οδηγείται σε φαύλο κύκλο υφέσεως & νέων φόρων (και περικοπών).

Απ’ τον παραλογισμό αυτόν δεν ξεφεύγει το ΦΠΣ, τον οποίον συνδυάζει με ακόμη ολιγώτερο σεβασμό στην έννοια του ατομικού κινήτρου και την ατομική ιδιοκτησία. Καλύπτει βεβαίως αυτήν την έλλειψι σεβασμού (και διάφορα άλλα παράλογα, που το χαρακτηρίζουν) με κάποιες «καραμέλες», όπως το αφορολόγητο 300.000 για ακίνητη περιουσία (αλλά όχι για συνολική περιουσία, πράγμα σημαντικό διότι το ΦΠΣ προβλέπει φόρο κατοχής για την συνολική περιουσία ενός – ούτε, άλλωστε, αναφέρεται στους συντελεστές επάνω απ’ τα 300.000, τους αφήνει για «έκπληξι»). Άλλη «καραμέλα», η πρόταση για ατομικό αφορολόγητο εισόδημα 12.000.

Ασφαλώς και είναι βολική για τους πλείστους Ελληνες, αλλά, χάριν εθισμού όλων στην πληρωμή φόρων, θα μπορούσε να είναι ολιγώτερο λαϊκιστική. Π.χ., τι θα πείραζε να μην υπάρχει διόλου αφορολόγητο, αλλ’ έως τα 12.000 να υπάρχει μία προοδευτική κλίμακα από 1% ως 5%; Ή, 1% ως 5% ως τα 8.000 και 8%-10% ως τα 12.000; Συνδυαζόμενα αυτά με την (ενδεδειγμένη & απαραίτητη) κατάργησι φόρων κατοχής περιουσίας (οι οποίοι είναι αντιστρόφως προοδευτικοί, μια που δεν υπάρχει κατ’ ανάγκην στενή σχέσι μεταξύ κατοχής περιουσίας & εισοδήματος) θα έδιναν μεγάλη ανάσα στον κόσμο, ενώ εξ αντικειμένου θα συνδυάζονταν με φοροδοτική ικανότητα, χωρίς να επιβαρύνουν την κτηματαγορά, της οποίας η ανάκαμψη είναι όρος για γενικωτέρα ανάπτυξι.

Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι αι σκόρπιες προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, στον βαθμό που δεν συνοδεύονται από μειώσεις των κρατικών δαπανών (άρα και απολύσεις) ως αντιστάθμιση των ολιγωτέρων φόρων (εκτός αν φρονεί ο ΣΥΡΙΖΑ ότι κυριολεκτικά τσακίζοντας τους λεγομένους «πλουσίους» (;) θα ευρίσκει, και μάλιστα συνεχώς, τους πόρους που επιθυμεί), αυτές λοιπόν αι προτάσεις εκτίθενται εύκολα στην κριτική του ΥΠΟΙΚ, ότι δηλ. δεν έχουν κοστολογηθή, δεν είναι ρεαλιστικές, δεν εξηγούν πειστικά από πού θα ευρεθούν οι πόροι.

Φυσικά θα ΄μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ ν’ απαντήσει ότι με την μείωσι των φόρων θα τονωθεί η οικονομική δραστηριότης. Ωστόσο αυτό προϋποθέτει μία πίστι στην δυναμική μιάς ελεύθερης οικονομίας, μία αναγνώρισι της σημασίας των κινήτρων εν γένει για επιχειρηματική-παραγωγική προσπάθεια, μία κατανόησι ότι η απόκτηση και κατοχή περιουσίας (ακίνητης και άλλης) είναι το ισχυρότερο κίνητρο, μία προσπάθεια για εν τη πράξει απελευθέρωσι της οικονομίας. Πουθενά στο ΦΠΣ δεν φαίνεται μία τέτοια αντίληψη. Αντιθέτως (και ενδεικτικά) προτείνεται η φορολόγηση της κατοχής πάσης (μεγάλης, υποτίθεται) περιουσίας, ακόμη και καταθέσεων (όχι δηλ. μόνο των τόκων, μα του κεφαλαίου των καταθέσεων!), έργων τέχνης, αλλά, με απειλή κατασχέσεως, και ακινήτων ή καταθέσεων, που είναι στο εξωτερικό – λες και θα είναι ποτέ δυνατόν ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση να κατάσχει ιδιωτικά ακίνητα, λ.χ., στην Βρεταννία επειδή ο ιδιοκτήτης θ’ αδυνατεί να πληρώνει τους επ’ αυτών αυθαιρέτους φόρους του ΣΥΡΙΖΑ! (Εννοείται πως απ’ την κριτική μας αυτή διαχωρίζουμε την αναγκαία χρήσι του «πόθεν έσχες» ως εργαλείου διακριβώσεως πιθανής φοροδιαφυγής επί παρελθόντων εισοδημάτων.) Στην προσπάθεια ο ΣΥΡΙΖΑ ν’ αντιμετωπίσει το επιχείρημα πως η φορολόγηση ακινήτων συνεπάγεται εκ νέου φορολόγησι ήδη φορολογηθέντων (υποτίθεται) εισοδημάτων (άρα γιατί τα λεφτά μου σε τράπεζα να μη φορολογούνται, αλλ’ όταν τα κάνω «τούβλα» να φορολογούνται;), εκτρέπεται σε «τρελλές» θέσεις, όπως την φορολόγησι του κεφαλαίου καταθέσεων (δηλ. την φορολόγησι πάσης «μεγάλης» περιουσίας), που προφανώς θα διαλύσει ό,τι απομένει απ’ το τραπεζικό σύστημα και την οικονομία. Στο ίδιο πλαίσιο, ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει την φορολόγησι «επενδυτικών προϊόντων» (ως περιουσία): δηλ. αν έχω ένα επενδυτικό πρόγραμμα με ασφαλιστική εταιρεία, θα πρέπει να πληρώνω φόρο (και) γι’ αυτό, την στιγμή που άλλες χώρες δίνουν φοροαπαλλαγές για τέτοια προγράμματα χάριν ενισχύσεως της αποταμιεύσεως!

Άλλο «τρελλό» παράδειγμα της εν γένει αντιλήψεως του ΣΥΡΙΖΑ: κατάργηση, λέει, των «ειδικών φορολογικών καθεστώτων» , που «μετατρέπουν την Ελλάδα σε χώρα ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος, με αποτέλεσμα την απώλεια τεραστίων ποσών φόρου». Αρα αν δεν υπάρχει «ευνοϊκή φορολόγηση» (την στιγμή που παντού αλλού οι σχετικοί συντελεστές μειώνονται), θα έλθουν μεν οι επενδυτές, αλλά, χαρωπά (για να μη χάσουν τα πλεονεκτήματα, που προσφέρει η Ελλάς, όπως ελαχίστη γραφειοκρατία, νόμο & τάξι, σταθερότητα, υψηλή παραγωγικότητα κ.α.), θα πληρώνουν τους υψηλούς φόρους, που θα ζητεί ο ΣΥΡΙΖΑ! Η περίπτωση αυτού του είδους τα κίνητρα να προσελκύσουν επενδύσεις, που αλλιώς δεν θα έρχονταν, άρα θα μειωνόταν η ανεργία και θ’ αυξάνονταν τα φορολογικά έσοδα, του είναι προφανώς αδιανόητη ή ανεπιθύμητη.

Τα ολίγα αυτά παραδείγματα (απ’ τα πολλά, που χαρακτηρίζουν το ΦΠΣ) αρκούν για να δείξουν την ανήκεστο βλάβη, που θα προκαλούσε στην οικονομία μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Δεν λέω, διαφωνώ με την φορολογική πολιτική της κυβερνήσεως (που εκφράζει την απροθυμία του πολιτικού συστήματος να θίξει το Δημόσιο), αλλά τουλάχιστον οι άνθρωποι, μες σε αυτό το δύσμοιρο πλαίσιο του Μνημονίου και των παθογενειών της ελληνικής οικονομίας & κοινωνίας, μες στον πανικό των, προσπαθούν να περισώσουν, να φτειάξουν κάτι, ν’ ανοίξουν μία διέξοδο. Με τον ΣΥΡΙΖΑ (εκτός αν είναι τυχερός και, γινόμενος κυβέρνηση, του κάτσουν τίποτε ευνοϊκές γεωπολιτικές ρυθμίσεις, που σχετίζονται με τον ορυκτό πλούτο), το μέλλον είναι η διάλυση (και η ενίσχυση, ίσως, της ΧΑ).