Ξέρουν να κάνουν ντόρο. Είτε με πυροβολισμούς στον αέρα κατά ξένων μικροπωλητών, είτε με το ξυλοκόπημα γυναικών-βουλευτών της Αριστεράς, είτε με τη βίαιη έξωση ξένων νοσηλευτών από νοσοκομεία, είτε με «κατηχητικά» στα γραφεία τους και νεοναζιστικές γιάφκες στα σχολεία, τα στελέχη της Χρυσής Αυγής αναστατώνουν καθημερινά τη δημοκρατική Ελλάδα.

Το φαινόμενο αυτό είναι νέο στα μεταπολεμικά χρονικά, έχει όμως πολλές διεθνείς καταβολές. Στη Γερμανία του 1929-1933, για παράδειγμα, ήταν πολύ διαδεδομένο. Οι κοινωνιολόγοι της εποχής επιχείρησαν να το ερμηνεύσουν με έναν όρο-κλειδί: τον «ασυγχρονισμό» (Ungleichzeitigkeit) ο οποίος αποτυπώνει την εισβολή ιστορικά παρωχημένων μορφών συμβίωσης, όπως πρακτικών ωμής βίας, στη σύγχρονη κοινωνία. Έτσι, από την άποψη της κοινωνικής προόδου, τα παλιά («μη ταυτόχρονα» με τα σημερινά) ιστορικά στοιχεία συμπλέκονται με τα σύγχρονα (τα «ταυτόχρονα») – με αποτέλεσμα ένα κοινωνικό και πολιτικό αλαλούμ.

Η έννοια αυτή, που χρησιμοποίησε ως πρώτος ο Έρνστ Μπλοχ, λέει λοιπόν ότι η μοντέρνα καπιταλιστική κοινωνία είναι κάθε άλλο παρά ομοιογενής. Πολλά γνωρίσματά της έρχονται από μακριά, από αμνημόνευτους χρόνους, και συνιστούν εχθρό των σημερινών. Με αποτέλεσμα μια ισορροπία του τρόμου: Η τεχνολογική πρόοδος συνυπάρχει με την τεχνοφοβία, ο διαφωτισμός με τον αναχρονισμό, ο φεμινισμός με την πατριαρχία, ο κοσμοπολιτισμός με το ρατσισμό, το κράτος δικαίου με την αυτοδικία, η δημοκρατία με αντιδημοκρατικούς θεσμούς.

Υπό «κανονικές» συνθήκες αυτό δεν γίνεται ιδιαίτερα ενοχλητικό, επειδή οι όποιες αντιθέσεις δεν απειλούν τη συνολική ισορροπία του συστήματος.

Υπό συνθήκες μεγάλης κρίσης όμως η ισορροπία σπάει. Το σύστημα αρχίζει να τα «παίζει», τα παλιά αντιδραστικά στοιχεία αυτονομούνται θέτοντας υπό αίρεση το δημοκρατικό καθεστώς.

Αυτό ακριβώς συνέβη, κατά τον Μπλοχ, κατά την τελευταία περίοδο της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, το 1929-1933. Η νίκη του ναζισμού, έλεγε, δεν καθορίστηκε μόνο από τα νέα δεδομένα, όπως τη διάσπαση του εργατικού κινήματος (σε Σοσιαλδημοκράτες και Κομμουνιστές), αλλά και από τα «φαντάσματα του παρελθόντος», όπως ο ρατσισμός και ο (μιλιταριστικός) εθνικισμός.

Στη σημερινή Ελλάδα δεν υπάρχουν βέβαια παρόμοια φαινόμενα. Η τρέχουσα ξενοφοβία δεν υποκαθιστά πραγματικά το ρατσισμό ούτε σε ατομικό (κάθε ρατσιστής είναι ξενόφοβος, όχι κάθε ξενόφοβος ρατσιστής) ούτε σε κρατικό επίπεδο – ο επιθετικός εθνικισμός παραμένει σε λανθάνουσα κατάσταση.

Παρόλα αυτά, όπως έχει ξαναειπωθεί, και οι δυο περιπτώσεις έχουν μια πανίσχυρη κοινή ρίζα: Την πολιτική της λιτότητας. Εκείνη ήταν, στην εκδοχή του καγκελάριου Χάινρχιχ Μπρούνινγκ (1930-1932) που γονάτισε τη δημοκρατία της Βαϊμάρης μέσω της εξαθλίωσης της μεγάλης πλειοψηφίας του γερμανικού λαού. Κι αυτή είναι επίσης, στην τροϊκανή μορφή της, που ματώνει τον ελληνικό πληθυσμό δίνοντας πάτημα και στην ιδεολογία του νεοφασισμού.

Η ιδεολογική βάση της πολιτικής της λιτότητας είναι γνωστή: Ο νεοφιλελευθερισμός. Τα αχώριστα παράγωγά του: περικοπή μισθών και συντάξεων, κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους, μερική κατάργηση της εργατικής νομοθεσίας, αποκρατικοποιήσεις – όλα αυτά στο όνομα της αύξησης της ανταγωνιστικότητας και, μέσω αυτής, της οικονομικής ανάκαμψης.

Πολιτικά, ο νεοφιλελευθερισμός είναι αυτό που λέγεται: πρόγραμμα των αστικών ελευθεριών (ατομικών και πολιτικών). Στον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό όμως κυριαρχεί η ελευθερία της αγοράς. Κι αυτό προδικάζει, σε περίπτωση εμβάθυνσης της κρίσης, την όλο και σκληρότερη σύγκρουσή της με τις αστικές ελευθερίες. Μπροστά της, η μέχρι τώρα αντιπαράθεση για τα εργασιακά δικαιώματα θα ήταν σκέτο παιχνιδάκι.

Μόνο που ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι εκ φύσεως σε θέση να λύσει πραγματικά αυτή την αντινομία. Η θεωρία και πράξη του αντιβαίνει σε κάθε σοβαρή εκτροπή στον πολιτικό τομέα. Αυτή θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει μόνο ένα φασιστικό κίνημα. Και αυτό λέγεται, ως γνωστό, Χρυσή Αυγή.

Το μνημόνιο είναι βέβαια μόνο η αρχή. Τα χειρότερα έπονται. Η Ευρώπη, ιδίως η Νότια, αναδομείται εκ βάθρων στη βάση νεοφιλελεύθερων συνταγών με αφετηρία την Ελλάδα. Από «χρηματιστικό προτεκτοράτο» (Ούλριχ Πρόις), η χώρα κινδυνεύει να μετατραπεί σε οικονομικό – αν εφαρμοστούν όντως τα σχέδια του Συνδέσμου Γερμανών Βιομηχάνων για το μετασχηματισμό της σε Ειδική Οικονομική Ζώνη της Ευρώπης. Σε τέτοια περίπτωση θα ήταν όμως ακόμα μεγαλύτερη η αδυναμία των μνημονιακών κομμάτων να προβούν στις αναγκαίες ρήξεις με το δημοκρατικό πολίτευμα – και αντιστρόφως, ακόμη πιο απαραίτητη η παρέμβαση των νεοφασιστών.

Άθελα λοιπόν, ο νεοφιλελευθερισμός (στο βαθμό που επιμένει στα μνημόνια) ανοίγει το δρόμο στο νεοφασισμό. Ή, ακριβέστερα, τον ανοίγει, παρά την εκπεφρασμένη θέλησή του – δίνοντας του μια αντίστοιχη «παρά θέληση» τραγική νότα.

Η περίπτωση της Ελλάδας δείχνει όμως και κάτι άλλο: Ότι, σε αντίθεση με τον όρο του Μπλοχ, ο μοντέρνος «ασυγχρονισμός» δεν οδηγεί μόνο στην «παρά φύση» σύμμιξη στοιχείων του παρόντος και του παρελθόντος, αλλά και του μέλλοντος. Οι πραγματικά άγριες συνταγές του νεοφιλελευθερισμού έρχονται από το αύριο. Αυτό ενθουσιάζει ίσως τις καφετζούδες. Δεν κάνει όμως το μέλλον πιο διαφανές και προβλέψιμο.