Είχα αρχικά την απορία γιατί το 2004 προστέθηκαν εσπευσμένα στην Ε.Ε. δέκα νέα μέλη που μόνο έτοιμα δεν ήταν τα περισσότερα για κάτι τέτοιο. Και μάλιστα σε εποχή που συζητιώταν η διαμόρφωση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Με άλλα λόγια, το 2004, από την επιδίωξη της σύγκλισης και της εις βάθος ενοποίησης του ευρωπαϊκού χώρου έγινε απότομη στροφή προς γρήγορη επέκταση χωρίς επαρκείς προϋποθέσεις. Οι χώρες – μέλη της ΕΕ από 17 έγιναν ξαφνικά 27 και σύντομα με την Κροατία 28. Και έπεται συνέχεια… Και όσο πιό πολλές, μικρές και αδύνατες είναι οι χώρες τόσο μεγεθύνεται ο ρόλος και η επιρροή των λίγων μεγάλων και ισχυρών. Παράλληλα, τα περί Ευρωπαϊκού Συντάγματος πήγαν στις καλλένδες, κυρίως μετά τα απορριπτικά δημοψηφίσματα σε Γαλλία και Ολλανδία το 2005. Και με την έναρξη της κρίσης ήρθαν τα πάνω κάτω.

Αυτά που βιώνουμε από το 2004 και μετά (με τη συμβολή και του Ευρώ) είναι ότι αντί για συγκλίσεις έχουμε αυξανόμενες αποκλίσεις, αντί για προσφυγή στα Κοινοτικά Θεσμικά Όργανα προστρέχουμε απ’ ευθείας στο Βερολίνο. Και για να μην υπάρχει χαώδης πολυφωνία, αντί για δημοκρατικές διαδικασίες στην Ε.Ε. έχουμε στραμπουλήγματα των μικρών χωρών στο παρασκήνιο. Με άλλα λόγια, τα Ευρωπαϊκά Ιδεώδη έχουν μπει στο ψυγείο και ισχύει ήδη το δίκαιο του ισχυροτέρου.

Διερωτάται κανείς: Καλά, δεν τάξεραν αυτά οι Μερκοζί που βιαστικά αποφάσισαν την επέκταση αντί της εμβάθυνσης; Ή μήπως αυτό ακριβώς επεδίωξαν, δηλ. την κυριαρχία των ολίγων ισχυρών χωρών (και στην πορεία της εξής μίας) επί των πολλών αδυνάτων;

Με τη συνθήκη της Γιάλτας (1945) χωρίστηκαν περιοχές του πλανήτη σε ζώνες επιρροής μεταξύ ΗΠΑ, ΕΣΣΔ και Βρετανίας. Στη συνέχεια η Βρετανία έχασε τις αποικίες της, έπαψε να αποτελεί ισχυρό «παίκτη» και η διαμάχη για τη διανομή περιορίστηκε μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Με την πτώση της ΕΣΣΔ ανατράπηκαν όλα. Η Γερμανία επανενώθηκε. Τότε περίπου οι ΗΠΑ λάνσαραν την «Παγκοσμιοποίηση» με τη βεβαιότητα ότι θα τους εξασφάλιζε το μονοπώλιο της οικονομικής ισχύος. Και η Ευρώπη αφελώς συναίνεσε! Από τότε όμως τα πράγματα έχουν πολύ αλλάξει. Νέοι μεγάλοι παίκτες αναδύθηκαν (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία) οι οποίοι διεκδικούν (και εν μέρει έχουν ήδη λάβει) όσο γίνεται μεγαλύτερο μερίδιο για τον εαυτό τους.

Πόλεμοι μεταξύ ανεπτυγμένων χωρών δεν συμφέρουν σήμερα. Άλλωστε, τη θέση τους έχουν πάρει οι δράσεις του μεγάλου κεφαλαίου. Επιδιώκεται ο έλεγχος των ασθενέστερων μέσω της υπερχρέωσής τους. Όπως με εμάς που είμαστε δεμένοι χειροπόδαρα λόγω χρεών (και όχι μόνο).

Υπεραπλουστεύοντας, ως παίκτες πρώτης κατηγορίας μπορεί κανείς να θεωρήσει τις ΗΠΑ και την Κίνα. Δεύτερης κατηγορίας τη Ρωσία, τη Γερμανία και την Ιαπωνία. Και τρίτης κατηγορίας τη Γαλλία, τη Βρετανία και χώρες όπως η Ινδία και η Βραζιλία. Η Τουρκία φιλοδοξεί να ενταχθεί στην τρίτη κατηγορία.

Η Γερμανία και ο Νότος

Το ενδιαφέρον είναι ότι η Ευρώπη δεν μπορεί σήμερα να διεκδικήσει μερίδιο ως ενιαίο σύνολο, ακριβώς διότι δεν υπάρχει εις βάθος ολοκλήρωση. Έτσι, στο παιχνίδι παίζει ουσιαστικά μόνο η επανενωμένη Γερμανία, για την οποία έχει γραφεί κατ’ επανάληψη ότι είναι αρκετά μεγάλη για να ηγηθεί της Ευρώπης αλλά πολύ μικρή για να γίνει πρωτοκλασάτη δύναμη. Η ίδια το γνωρίζει καλά και εκτιμώ πώς αυτό που επιδιώκει η Γερμανία είναι να περιφρουρήσει τουλάχιστον αυτό που θεωρεί «δικό της οικόπεδο» – την Ε.Ε., δηλαδή να μη χάσει τον έλεγχο επί των ΕυρωπαΪκών χωρών αλλά αντίθετα να τον επεκτείνει σε πλάτος και σε βάθος με τους δικούς της όρους.

Αν η υπόθεση αυτή αληθεύει, τότε παρέχονται εύλογες εξηγήσεις για θέματα όπως:

· Η απότομη και βιαστική διεύρυνση του 2004 και η πλειάδα άλλων υποψήφιων χωρών στην αναμονή.

· Η επέκταση για την επέκταση, ακόμα και σε χώρες που δεν πληρούν προϋποθέσεις για μελλοντική σύγκλιση αλλά και ο «αποκλεισμός» της ογκώδους και ατίθασης Τουρκίας.

· Το «κράτημα» της Ελλάδος στο Ευρώ (μέσω του Ευρώ ο έλεγχος είναι πιό αποτελεσματικός).

· Ο διαχωρισμός της Ε.Ε. σε Βορρά και Νότο (ο Νότος σε βοηθητικό ρόλο).

· Η εμμονή της Γερμανίας στο ισχυρό Ευρώ και στη μη έκδοση χρήματος από την ΕΚΤ.

· Και, δεδομένης της ελλειματικότητας της Ευρώπης σε πρώτες ύλες και ενέργεια, το όψιμο ενδιαφέρον Γαλλίας και Γερμανίας για τα πλουτοπαραγωγικά αποθέματα της Ελλάδος, τα οποία όμως διεκδικούν και άλλοι, εκτός Ε.Ε.

Εν όψει των ανωτέρω, ο Νότος και ειδικώτερα η Ελλάδα βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα… Tα περί διαφθοράς και ακαταστασίας στην Ελλάδα ασφαλώς ισχύουν και πρέπει να διορθωθούν. Εκτιμώ όμως ότι δεν αποτελούν τη μοναδική αιτία της διαπόμπευσης και των πιέσεων που δεχόμαστε από τους Γερμανούς, διότι η κατάστασή μας τους ήταν γνωστή από πολλά χρόνια, για να μην πω ότι την υπέθαλψαν εν μέρει και οι ίδιοι. Και παραμένει γεγονός ότι η Γερμανία ωφελήθηκε καθοριστικά από τη διαγραφή του μισού χρέους της το 1953 και την αποδοχή των πιστωτών της να τους εξοφλεί σε είδος, ενώ αντίθετα η ίδια αρνείται μικρόψυχα να επιστρέψει στην Ελλάδα το Κατοχικό Δάνειο και να εξοφλήσει τις οφειλόμενες πολεμικές επανορθώσεις. Η στάση της απέναντι στο Νότο έχει εν πολλοίς πατερναλιστικό και σωφρονιστικό χαρακτήρα, παράλληλα δε εκτιμά ότι τυχόν προνομιακή μεταχείριση της Ελλάδος θα ήγειρε ανάλογες απαιτήσεις και από τις άλλες προβληματικές χώρες.

Θα μπορούσε να δει κανείς τη Γερμανία ως ένα άγριο άλογο που ανυπομονεί να καλπάσει αλλά θεωρεί ότι εμποδίζεται από τα «βάρη» των χωρών του Νότου. Άν λοιπόν ο Νότος δεν θέλει ή δεν μπορεί να γίνει ανταγωνιστικός τότε γιατί να μη μεταλλαχθεί από βάρος σε πλεονέκτημα για την ίδια με τους κατάλληλους χειρισμούς; Η Γερμανία, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κράτος, είναι ο πρωταγωνιστής της κρίσης του ευρώ, έχοντας προδιαγράψει ένα δρόμο συγκράτησης των μισθών και σκληρότερων όρων εργασίας στο εσωτερικό της και μερικού επαναπατρισμού των κεφαλαίων της από το εξωτερικό. Είναι επίσης ο κύριος χειριστής των προσπαθειών ώστε να πληρώσουν οι χρεωμένοι και οι αδύναμοι. Τέλος, η Γερμανία έχει να αντιμετωπίσει τον αυξανόμενο διεθνή ανταγωνισμό και τα τελευταία χρόνια διολισθαίνει στην παγκόσμια κατάταξη. Συνεκτιμώντας όλα αυτά, ίσως θεωρεί ότι η ώρα για έναν ευρωπαϊκό ηγεμόνα έχει φτάσει. Ότι υπό την καθοδήγησή της οι αποφάσεις και η εφαρμογή τους θα επιταχυνθούν και η Ε.Ε. θα γίνει πιό ανταγωνιστική στο σύνολό της. Βέβαια, κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων δηλ. σε εγκατάλειψη των στόχων της σύγκλισης.

Μπορεί;

Εδώ λοιπόν προκύπτουν τα παρακάτω σοβαρά ερωτήματα:

· Η Νέα Ευρώπη που τείνει να διαμορφωθεί έχει άραγε απεμπολήσει τις βασικές αρχές της Ευρωπαϊκής Ιδέας και έχει αποδεχθεί συνειδητά και «συναινετικά» μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων και τη Γερμανία ως ηγέτη;

· Θα γίνει αυτό ανεκτό από άλλες χώρες – μέλη που φέρουν μακρά ιστορική παράδοση και με νωπές τις μνήμες από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο; (Οι Ιταλοί ήδη αντέδρασαν στις πρόσφατες εκλογές, οι Βρετανοί και κάποιοι Γάλλοι συζητούν για δημοψήφισμα)

· Θα είναι πράγματι αυτή η Νέα Ευρώπη περισσότερο βιώσιμη και λειτουργική από την προηγούμενη;

· Διαθέτει η Γερμανία την κατάλληλη εμπειρία, ευελιξία, διπλωματικότητα καθώς και το ηθικό ανάστημα για να αναλάβει υπεύθυνα έναν ηγεμονικό ρόλο στην Ευρώπη; (Η μέχρι τώρα εμμονή της σε λανθασμένες συνταγές και η άρνησή της να μας ξεπληρώσει το Κατοχικό Δάνειο γεννούν πολλές αμφιβολίες…)

· Σε ποιό βαθμό θα επιτραπεί από τις Υπερδυνάμεις αυτός ο ρόλος στη Γερμανία;

· Μήπως η πτώχευση των χωρών της περιφέρειας θα συμπαρασύρει τελικά και την ίδια τη Γερμανία;

· Μήπως αυτά οδηγήσουν τελικά σε αναδίπλωση της Γερμανίας ή σε διάσπαση της ΕΕ;

Η Ευρώπη χρειάζεται τη Γερμανική ατμομηχανή αλλά και η δεύτερη χρειάζεται εξ ίσου τους υπόλοιπους. Επειδή η ανάγκη επιβίωσης της Ευρώπης δεν αφήνει περιθώρια για κατακερματισμούς, θεωρώ ότι μάλλον θα βρεθεί μια προσωρινή συμβιβαστική φόρμουλα για πιό ισότιμη συμπόρευση. Όσο όμως οι λαοί της Ευρώπης δεν θα ορκίζονται ομόθυμα στην Ευρωπαϊκή Σημαία ψάλλοντας τον Ευρωπαϊκό Εθνικό Ύμνο οι τριβές θα συνεχίζονται. Θα γίνει όμως αυτό ποτέ; Μόνο το μέλλον θα δείξει.