Στο προηγούμενο άρθρο μου («Επανεξετάζοντας τη σοσιαλδημοκρατία», «Το Βήμα», 24.2.2013) ασχολήθηκα με τις διαμάχες στο ξεκίνημα της σοσιαλδημοκρατίας, με τη «χρυσή εποχή» της (1945-1970), τη μετέπειτα στροφή της προς τον λεγόμενο σοσιαλφιλελευθερισμό/μπλερισμό, καθώς και με τις μελλοντικές, μεσοπρόθεσμες κυρίως, προοπτικές της. Σήμερα θα εξετάσω πιθανές νεοσοσιαλδημοκρατικές στρατηγικές ικανές να οδηγήσουν στην αναζωογόνηση του κινήματος και στο πέρασμα από τον βάρβαρο νεοφιλελεύθερο σε έναν εξανθρωπισμένο καπιταλισμό –δηλαδή, σε μια νέα σοσιαλδημοκρατική «χρυσή εποχή». Λόγω έλλειψης χώρου θα ασχοληθώ με τρεις μόνο στρατηγικές.
Το ψευτοδίλημμα


Ιδιωτικοποιήσεις ή κρατικοποιήσεις; Το δίλημμα είναι παραπλανητικό. Το να διαλέγει κανείς τη μία ή την άλλη στρατηγική αυτόματα οδηγεί στη φετιχοποίηση των δύο εκδοχών. Ο νέος σοσιαλδημοκρατικός προσανατολισμός πρέπει να απορρίπτει τη μανιχαϊστική, «μαύρο ή άσπρο», προσέγγιση. Για προφανείς λόγους μερικές φορές οι ιδιωτικοποιήσεις υπηρετούν το γενικό συμφέρον. Αλλες φορές οδηγούν στο αντίθετο. Για παράδειγμα, στη θατσερική περίοδο η αποκρατικοποίηση των σιδηροδρόμων αδίκησε τους πολίτες που κατοικούσαν σε απομακρυσμένες περιοχές, ενέτεινε τις κοινωνικές ανισότητες και οδήγησε σε ένα γενικευμένο χάος. Από την άλλη μεριά, η αριστερή, κρατικίστικη κριτική πως με τις ιδιωτικοποιήσεις η χώρα «χάνει τα ασημικά της» δεν ευσταθεί. Οταν τα «ασημικά» είναι σκουριασμένα/διαλυμένα, τότε δημιουργούν ατελείωτες μαύρες τρύπες, τεράστια χρέη που οι φορολογούμενοι καλούνται να πληρώσουν –χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει (π.χ., περίπτωση Ολυμπιακής). Η νέα σοσιαλδημοκρατία πρέπει χωρίς προκατασκευασμένες ψευτοθεωρίες να επικεντρώνεται στο γενικό πλαίσιο και να εξετάζει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποια από τις δύο μορφές οργάνωσης προσφέρει τις φθηνότερες και ποιοτικά καλύτερες υπηρεσίες στο καταναλωτικό κοινό. Βέβαια οι ιδιωτικοποιήσεις πετυχαίνουν όταν υπάρχει αποτελεσματικός κρατικός έλεγχος. Δηλαδή, όταν το κράτος παύει μεν να είναι άμεσα παραγωγός αλλά απαιτεί από τους μη κρατικούς φορείς των μέσων παραγωγής να έχουν όχι μόνο δικαιώματα ιδιοκτησίας αλλά και υποχρεώσεις προς τους καταναλωτές.
Οι παροχές


Η συμβατική σοσιαλδημοκρατία καθώς και ένα μέρος της Αριστεράς σήμερα είναι υπέρ των καθολικών παροχών. Το επιχείρημά τους είναι ότι δημόσια αγαθά όπως π.χ. η Παιδεία πρέπει να παρέχονται δωρεάν σε όλους. Αυτό ακούγεται άκρως δημοκρατικό. Στην πραγματικότητα όμως οδηγεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οταν τα δημόσια αγαθά παρέχονται δωρεάν σε «όλους», δηλαδή σε φτωχούς και πλούσιους, όπως έχουν δείξει πολλές έρευνες, οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Για ποιον λόγο, για παράδειγμα, η πανεπιστημιακή παιδεία να είναι δωρεάν όχι μόνο για τα παιδιά που προέρχονται από φτωχές οικογένειες αλλά και για τα παιδιά των μεγαλογιατρών και μεγαλοδικηγόρων, παιδιά που, εκτός από όλα τα άλλα, έχουν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να μπουν στο πανεπιστήμιο; Η εμμονή στις καθολικές παροχές σε μια κοινωνία που είναι εξαιρετικά άνιση όπως η ελληνική απλώς εντείνει τις ανισότητες. Η νεοσοσιαλδημοκρατική στρατηγική πρέπει να προωθεί στοχευμένες και συγχρόνως γενναιόδωρες παροχές. Στοχευμένες στους μη έχοντες, στους οποίους η πανεπιστημιακή παιδεία πρέπει να είναι πραγματικά δωρεάν. Δηλαδή, οι παροχές να καλύπτουν όχι μόνο τα δίδακτρα αλλά και τα έξοδα διατροφής και κατοικίας.
Η ανεργία


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανεργία είναι το πιο αποκρουστικό στοιχείο του καπιταλισμού. Κατά πολλούς ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν μπορεί να εξαλείψει την ανεργία –ακόμη και σε περιόδους μη ύφεσης. Αυτό είναι σωστό, αλλά νομίζω ότι μερικά από τα καταστρεπτικά αποτελέσματα της ανεργίας –οικονομικά, κοινωνικά, ψυχολογικά –μπορούν να αμβλυνθούν σημαντικά με στρατηγικές που εν μέρει έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται σε σκανδιναβικές χώρες. Η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική πολιτική στο θέμα της ανεργίας (κεϊνσιανά μέτρα για την αναθέρμανση της οικονομίας σε συνδυασμό με μια κοινωνική πολιτική που βασίζεται σε επιδόματα ανεργίας) οδηγεί σήμερα σε μια κατάσταση όπου από τη μια μεριά τεράστιοι πόροι κατασπαταλούνται (αφού ένα μέρος του εργατικού δυναμικού αμείβεται χωρίς να ενεργοποιείται οικονομικά), ενώ από την άλλη πολλές κοινωνικές ανάγκες δεν καλύπτονται από τους μηχανισμούς της αγοράς.
Σε αυτόν τον χώρο χρειάζεται μια νέα εργασιακή κουλτούρα. Η νεοσοσιαλδημοκρατία πρέπει να ξεπεράσει τη δοξασία πως μόνο η αγορά εργασίας δημιουργεί «αληθινή» απασχόληση. Για τη νεοσοσιαλδημοκρατία η κοινωνική απασχόληση (δηλαδή, η απασχόληση σε έναν «τρίτο» τομέα που δεν θα λειτουργεί ούτε με βάση το κέρδος ούτε με βάση τη γραφειοκρατική, κρατικίστικη λογική) είναι τόσο χρήσιμη και αναγκαία όσο και η «αγοραία» απασχόληση. Η πρώτη θα καλύπτει επείγουσες ανάγκες (στον χώρο της τρίτης ηλικίας, της κοινότητας, της οικολογίας κτλ.) που αυτή τη στιγμή αγνοούνται. Αν αυτό γίνει γενική συνείδηση, αν δηλαδή η κουλτούρα περί του τι είναι χρήσιμη απασχόληση αλλάξει, τότε αυτοί που δεν βρίσκουν δουλειά στην αγορά εργασίας, αν βέβαια η υγεία τους το επιτρέπει, θα έχουν να επιλέξουν μεταξύ επαγγελματικής μετεκπαίδευσης και απασχόλησης επί πληρωμή στον «τρίτο» τομέα. Ετσι, κάθε δυνάμενος να εργαστεί πολίτης θα έχει όχι μόνο την υποχρέωση αλλά και το δικαίωμα να μένει το τέλος της επαγγελματικής το τέλος της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας ενεργοποιημένος στο τρίγωνο αγορά εργασίας – μετεκπαίδευση – κοινωνικός χώρος. Βέβαια το παραπάνω σύστημα απαιτεί σημαντικούς πόρους και γερές υποδομές διά βίου μάθησης. Αυτή τη στιγμή στη χώρα μας δεν υπάρχουν ούτε επιπλέον πόροι ούτε τέτοιου είδους υποδομές. Αλλά σαν ένας γενικός νεοσοσιαλδημοκρατικός προσανατολισμός, η συνεχής κινητοποίηση όλου του εργατικού δυναμικού θα μπορούσε να αμβλύνει τις διαλυτικές επιπτώσεις της ανεργίας.
Τελειώνοντας θέλω να τονίσω ότι η εφαρμογή των παραπάνω τριών στρατηγικών προϋποθέτει την αποδυνάμωση του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού στο επίπεδο της ευρωζώνης. Σε αυτό το επίπεδο μια αλλαγή πολιτικής προς το σοσιαλδημοκρατικότερο είναι πιθανή. Εχει γίνει πια αποδεκτό, ακόμη και εντός της Γερμανίας (συνδικάτα, μέρος της αντιπολίτευσης, προσωπικότητες όπως ο Κολ και ο Σρέντερ κτλ.), ότι η νεοφιλελεύθερη πολιτική της ακραίας λιτότητας που η γερμανίδα καγκελάριος επιμένει να επιβάλλει στον ευρωπαϊκό Νότο εντείνει την ύφεση και άρα φέρνει τα αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η ιδέα της κυρίας Μέρκελ και των οπαδών της ότι μια τεράστια ευρωπαϊκή αγορά με κοινό νόμισμα μπορεί να επιβιώσει χωρίς σοβαρούς αναδιανεμητικούς μηχανισμούς (τύπου Σχεδίου Μάρσαλ) είναι τελείως παράλογη. Η Ευρώπη ή θα διαλυθεί ή θα προχωρήσει σε μια νεοσοσιαλδημοκρατικού τύπου πολιτικοοικονομική και κοινωνική ενοποίηση. Αν συμβεί το δεύτερο, η ανάπτυξη και εφαρμογή νέων σοσιαλδημοκρατικών στρατηγικών θα έχει σημαντικές πιθανότητες επιτυχίας.
Τέλος, σε ό,τι αφορά το παγκόσμιο σύστημα, δεν υπάρχει αμφιβολία πως, σε έναν μεγάλο βαθμό, η τωρινή κρίση οφείλεται στην κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης θεοποίησης της αγοράς. Στην κυριαρχία ενός δόγματος που τονίζει ότι οι δυσλειτουργίες της αγοράς λύνονται αυτόματα από την ίδια την αγορά. Ηταν αυτή η ιδεολογία που οδήγησε στη χρηματοπιστωτική φούσκα, καθώς και η απόφαση της κυβέρνησης Μπους να μη στηρίξει τη Lehman Brothers, η πτώχευση της οποίας ξεκίνησε την κρίση. Η νεοφιλελεύθερη θεολογία περί αγοράς αρχίζει να ξεφτίζει. Ο Kέινς επανέρχεται σταδιακά στο προσκήνιο. Αυτό σίγουρα θα βοηθήσει στη δημιουργία μιας νέας σοσιαλδημοκρατικής κουλτούρας και πρακτικής.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας της LSE.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ