Μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008, στις αγορές συναλλάγματος γίνεται ένας ακήρυχτος πόλεμος. Με τις κεντρικές τράπεζες να πρωτοστατούν, οι μεγάλες χώρες έχουν αποδυθεί σε έναν αγώνα σταδιακής υποτίμησης των νομισμάτων τους. Στόχος, η επικράτηση στο εξαγωγικό εμπόριο και η εξασφάλιση ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων στις αγορές. Ο μηχανισμός είναι απλός. Οι εκδοτικές τράπεζες εκδίδουν περισσότερο χρήμα, κρατούν τα επιτόκια χαμηλά, αγοράζουν κρατικά ομόλογα και συνεργάζονται με τις κυβερνήσεις τους που εφαρμόζουν προγράμματα ενίσχυσης των επιχειρήσεων.
Θετικά αποτελέσματα αυτής της πολιτικής έχουν ως τώρα να επιδείξουν η Fed των ΗΠΑ και η Τράπεζα της Αγγλίας. Τελευταία ακολουθεί κατά πόδας η Τράπεζα της Ιαπωνίας. Ο νέος πρωθυπουργός της χώρας Σίνζο Αμπε ποτέ δεν έκρυψε ότι είναι αποφασισμένος, μέσω υποτίμησης του γεν, να θέσει τέρμα στη μακρόχρονη στασιμότητα της οικονομίας του, βοηθώντας έτσι τις ιαπωνικές επιχειρήσεις να ανακτήσουν τις χαμένες αγορές. Αποδεχόμενος έναν πληθωρισμό του 2% εφάρμοσε τα «Abenomics». Ενας συντηρητικός πολιτικός τόλμησε να κάνει το οικονομικά σωστό. Αποτέλεσμα; Το γεν υπέστη μια θεαματική μείωση. Τον Ιούλιο με ένα ευρώ αγόραζες 96 γεν, τώρα αγοράζεις 123 γεν. Οι εξαγωγές της Ιαπωνίας, όπως ήταν αναμενόμενο, έχουν αρχίσει να ανακάμπτουν.
Το ερώτημα που προκύπτει, βλέποντας τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, την Κίνα, τη Μεγάλη Βρετανία να βοηθούν με παρεμβάσεις στην ισοτιμία τις εξαγωγές τους, είναι τι θα κάνει η Ευρώπη; Πρέπει να ακολουθήσει την ίδια πολιτική ή θα παραμείνει απαθής, παρατηρώντας τη μία μετά την άλλη τις οικονομίες της να καταρρέουν; Εδώ οι απόψεις διχάζονται. Ο μεν γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ απαιτεί μια πιο ενεργή συναλλαγματική πολιτική, η δε καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ υπενθυμίζει, πιστή στις παλαιοφιλελεύθερες απόψεις της, ότι η τιμή του ευρώ είναι υπόθεση των αγορών, ενώ ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι κρατά προς το παρόν στάση αναμονής.
Ας δούμε όμως πώς έχει η πραγματική κατάσταση με τις ισοτιμίες. Το ευρώ έγινε ακριβότερο τις τελευταίες εβδομάδες απέναντι σε όλα τα νομίσματα: περίπου κατά 20% απέναντι στο γεν, 8% απέναντι στην αγγλική στερλίνα και 7% απέναντι στο δολάριο. Στο ίδιο ποσοστό αυξήθηκαν και οι τιμές των ευρωπαϊκών προϊόντων στο εξωτερικό. Στο ερώτημα ποια πρέπει να είναι η κανονική τιμή του ευρώ έναντι του δολαρίου η BNP-Paribas απαντά 1,17, ενώ η Goldman Sachs την ανεβάζει στο 1,18. Αλλωστε, τι χρείαν άλλην έχομεν μαρτύρων όταν ο ίδιος ο διοικητής της Bundesbank Γενς Βάιντμαν παραδέχεται στο Bloomberg ότι «το ευρώ δεν είναι ιδιαίτερα(!) υπερτιμημένο».
Κατά την άποψη της γερμανίδας καγκελαρίου η υποτίμηση δεν λύνει το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας που έχουν οι χώρες του Νότου, αφού όταν όλες οι χώρες υποτιμήσουν ταυτόχρονα το νόμισμά τους δεν κερδίζει καμία και βρισκόμαστε πάλι εκεί όπου ξεκινήσαμε. Αυτό είναι σωστό. Η εμμονή όμως σε μια υπερτιμημένη ισοτιμία, όταν οι ανταγωνιστές υποτιμούν τα νομίσματά τους, είναι λάθος αφού η χώρα που δεν ακολουθεί βρίσκεται σε μειονεκτική θέση.
Εκτός από τη μείωση των μισθών, που είναι αμφιβόλου αποτελεσματικότητας, μια ενεργός συναλλαγματική πολιτική είναι σε θέση να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας. Κυρίως για τις χώρες του Νότου, που εκτός από ένα ακριβό ευρώ έχουν να παλέψουν και με τα υψηλά επιτόκια, υπάρχει ανάγκη να συνασπιστούν απέναντι στην αδιέξοδη πολιτική της βάρβαρης λιτότητας που, ενώ δεν λύνει προβλήματα, μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Θα πρέπει να απαιτήσουν χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής ώστε να διευκολυνθεί η ανάκαμψη των οικονομιών τους, η οποία καθιστά ευχερέστερη και την αποπληρωμή των χρεών τους. Ευχολόγια για συνεργασία τύπου πρόσφατης συνόδου των G20 δεν λύνουν το πρόβλημα αφού το πιο πιθανό είναι να μείνουν τα πράγματα όπως είναι.
Ο κ. Χαράλαμπος Γκότσης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ