Οι αιτίες είναι πολλές και συναποτελούν ένα πλέγμα. Το πλέγμα αυτό έχει δημιουργήσει μία δεδομένη κατάστασι, που για την μεγάλη μάζα των ανέργων σημαίνει ότι, ακόμη και αν αρχίσει κάποια στιγμή η ανάπτυξη, οι ίδιοι δεν θα εύρουν εύκολα εργασία ή δεν θα εύρουν διόλου. Θα υπάρξει δηλ. ανάπτυξη (αν υπάρξει) χωρίς αντίστοιχη μείωσι της ανεργίας, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα. Μακροπρόθεσμα – σε 30 περίπου χρόνια – , όταν η ελληνική οικονομία θάχει αλλάξει ριζικά, τότε, ναι, η ανεργία θα μειωθεί – αλλά ποιος κάνει προβλέψεις για το πώς θα είναι η Ελλάς κι ο ίδιος ο κόσμος τότε;

Εν πάση περιπτώσει, κατανοώντας καλύτερα τις αιτίες, αυξάνουν αι πιθανότητες να γίνει ταχύτερα κάτι αποτελεσματικότερο για την οικονομία και την απασχόλησι (και αυτά, με την προϋπόθεσι να μη συμβεί εν τω μεταξύ κάποιο πολιτικό ατύχημα).

(α) Ο μεγάλος δημόσιος τομέας. Λέγεται ότι ως μέγεθος ήταν/είναι στον μέσο όρο περίπου της ΕΕ. Κρατούμε επιφύλαξι διότι εν πολλοίς το μέγεθος είναι θέμα μετρήσεως, ιδίως αν δεν περιορισθούμε στο μέγεθος ως αριθμό απασχολουμένων, αλλ’ ως συνολική εξάρτηση ατόμων παραγωγικής ηλικίας και επιχειρήσεων από κρατικές επιδοτήσεις , επιχορηγήσεις και μοίρασμα προνομίων, που διαφυλάσσουν απ’ τον «υπερβολικό» ανταγωνισμό. Εφ’ όσον συμβαίνει αυτό, τότε η επιρροή του Δημοσίου υπερβαίνει το τυπικό αυτού μέγεθος, καθώς έτσι το Δημόσιο δημιουργεί μία οικονομία, που διαρθρώνεται γύρω από αυτό και εξαρτάται κατά τρόπο καθοριστικό από αυτό και τους πόρους του. Αυτή είναι η ελληνική περίπτωση. Μάλιστα θα άξιζε να διερευνηθεί από ιστορικούς σε ποιόν βαθμό η ακραία (βάσει ευρωπαϊκών συγκρίσεω ν) πείνα της Κατοχής δεν οφείλεται μόνο στις αρπαγές τροφίμων, που έκαναν τα κατοχικά στρατεύματα, μα στην προϋπάρχουσα εξάρτησι των δομών ακόμη και της τότε ελληνικής οικονομίας απ’ το κράτος: όταν αυτό κατέρρευσε, αι επιπτώσεις ήταν μεγαλύτερες απ’ ό,τι αντίστοιχα στην υπόλοιπη Ευρώ πη.

(β) Με τέτοιου «μεγέθους» και επιρροής δημόσιο τομέα, είναι σαφές πως τα όποια χαρακτηριστικά του θα έδιναν τον «τόνο», αργά ή γρήγορα, στην υπόλοιπη οικονομία & κοινωνία. Αν ήταν δυναμικός, αποφασιστικός, ικανός, τα αποτελέσματα θα ήταν ευεργετικά. Αυτή, λ.χ., ήταν η ιαπωνική περίπτωση και όχι μόνο. Για ιστορικούς όμως λόγους δεν ήταν η ελληνική. Το διαμορφωθέν κοινοβουλευτικό/πελατειακό σύστημα του νεολληνικού κρατιδίου συνέβαλε στην δημιουργία ενός Δημοσίου ως επί το πλείστον διεφθαρμένου, αναποτελεσματικού, γραφειοκρατικού, ανικάνου. Εκ παραλλήλου αι ιδιότητες αυτές διαχέονταν στην υπόλοιπη οικονομία & κοινωνία διαμορφώνοντάς την. Για κάποια περίοδο μετά τον εμφύλιο, η μειωμένη ανάγκη της εξουσίας να «χαϊδεύει αυτιά» στο κοινωνικό σώμα συνέβαλε στην τότε παρατηρηθείσα οικονομική ανάπτυξι («στρεβλή», λέγεται, μα υπαρκτή και ελάχιστα στηριγμένη σε δανεικά). Απ’ το 1975 και μετά, ιδίως δε μετά το 1981, ο λαϊκισμός και το πελατειακό σύστημα επανήλθαν δριμύτερα από ποτέ. Η διαφθορά, η αναποτελεσματικότης κλπ. έγιναν η «νόρμα». Το αποτέλεσμα ήταν η κατακρήμνιση της διεθνούς ανταγωνιστικότητος της χώρας. Η ανεργία θα είχε λοιπόν από τότε (1980-2000) φθάσει περί το 20-30%, αν δεν ήταν τα δανεικά, που άρχισε μαζικά να παίρνει το κράτος απ’ το 1981, φουσκώνοντας το δημόσιο χρέος και έτσι μεταθέτοντας το πρόβλημα (δημιουργίας μιάς σύγχρονης, ελεύθερης, ανταγωνιστικής οικονομίας) για το άδηλο μέλλον. Αυτό το μέλλον είναι τώρα εδώ.

(γ) Στο ανωτέρω πλαίσιο, καθοριστικό ρόλο για την σημερινή ανεργία έπαιξαν οι εκπαιδευτικοί μηχανισμοί. «Ανεπαισθήτως» εξελιχθέντες σε μηχανισμούς παπαγαλίας, άκριτης σκέψεως, μαζικής εισαγωγής σε ολοέν ανώτερες βαθμίδες (κατά την τριτοκοσμική – και άκρως ακριβή – πρακτική της απορροφήσεως λανθανούσης ανεργίας διά της μαζικοποιήσεως των πανεπιστημίων), ως και μαζικής παραγωγής «χαρτιών» χωρίς αντίκρυσμα (αλλ’ αρκούντως ικανών να εγγυώνται θέσεις στο επεκτεινόμενο Δημόσιο), γενεές νέων ανθρώπων στην Ελλάδα εξήλθον των ΑΕΙ (πολλοί με το «δημοκρατικό» 5) και χαραμίσθηκαν στο Δημόσιο (ενώ ταυτοχρόνως το επιβάρυναν με την ιδία αυτών ανικανότητα), ενώ για πολλούς του ιδιωτικού τομέως η μόνη λύση ήταν η στροφή σε επαγγέλματα χαμηλών δεξιοτήτων – επαρκών για μια Ελλάδα, που ζούσε με δανεικά, αλλ’ ανεπαρκών για μια Ελλάδα-τμήμα της διεθνούς οικονομίας. Εξ άλλου, απ’ την ελληνική εκπαιδευτική πυραμίδα απουσιάζει τα τελευταία 30 χρόνια το σκαλοπάτι των μεσαίων-ανωτέρων τεχνο-επαγγελματικών σχολών με παραγωγικό αντίκρυσμα. Αντ’ αυτών υπήρξαν τα ΤΕΙ, που ακόμη κι αυτά έγιναν ΑΕΙ, ενώ ο ιδιωτικός τομέας, που θα ΄μπορούσε να καλύψει τα κενά της ανωτάτης-ανωτέρας εκπαιδεύσεως, ακόμη διώκεται απ’ το κράτος, που κρατεί για τον εαυτό του το σχετικό (πλην αμυνόμενο πλέον) μονοπώλιο.

Υπ’ όψιν ότι η αυτή η αναντιστοιχία μεταξύ διεθνώς εξωστρεφών, πλην δυνητικών, θέσεων εργασίας απ’ την μια, και ανεπαρκών δεξιοτήτων απ’ την άλλη, θεωρείται, σε συνδυασμό με ανελαστικές ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, απ’ τις κυριώτερες αιτίες (όχι η μόνη) και για την μεγάλη ισπανική ανεργία. Π.χ., πολλές επιχειρήσεις αιχμής και/ή εξαγωγικού προσανατολισμού θα ήταν διατεθειμένες να προσλαμβάνουν ανθρώπους με προσόντα ακόμη και για μακρό χρόνο, αλλ’ επειδή οι κλάδοι των είναι υψηλού ρίσκου, αι επιχειρήσεις αυτές απαιτούν ευελιξία. Αν ο νόμος δυσκολεύει την τοιαύτη ευελιξία, προτιμούν να προσλαμβάνουν προσωρινούς εργαζομένους εν σειρά. Οι τελευταίοι αντιστοίχως μαθαίνουν ν’ αδιαφορούν για την απόκτησι στερεών γνώσεων, οπότε με την οικονομία σε ύφεσι αι προοπτικές απασχολήσεώς των (ακόμη και ως ιδίων επιχειρηματιών) μειώνονται δραματικά.

Για την Ελλάδα τα ανωτέρω σημαίνουν πως, ανεξαρτήτως των προοπτικών, που υπάρχουν βραχυ- μεσοπρόθεσμα για κάποιους πολλά υποσχομένους κλάδους (που δεν επαρκεί ο χώρος ν’ αναλύσουμε), βασική προϋπόθεσι για αύξησι της απασχολήσεως σε μεγάλο βάθος χρόνου είναι η ριζική αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Ιδανικά θα έπρεπε να παρασχεθεί ευελιξία & δυνατότης σε εκπαιδευτικά σχήματα – δημόσια και ιδιωτικά, χωρίς αστερίσκους – ν’ ανταποκρίνωνται στις ανάγκες μιάς εξελισσομένης (διεθνούς) αγοράς, να επιβάλλουν δίδακτρα, να κλείνουν αν δεν παρέχουν μετρούμενο έργο, να πιάνουν στόχους αριστείας , αξιοκρατίας και απασχολησιμότητος. Αλλά και τώρα να άρχιζε μία τέτοια προσπάθεια, τα αποτελέσματα (συνδυαζόμενα και με άλλες μεταρρυθμίσεις) θα έδιναν καρπούς σε 15-20 χρόνια τουλάχιστον.