Δοκιμάστε να βρείτε σε έναν γερμανικό τηλεφωνικό κατάλογο το όνομα «Χίτλερ». Τζάμπα κόπος, διότι έχει, για ευνόητους λόγους, καταργηθεί. Προφανώς, κανείς δεν θέλει να κουβαλάει στην τσέπη μια ταυτότητα που προκαλεί ρίγη στα πλήθη, κανείς δεν εύχεται η κάρτα του γυμναστηρίου του να τρομάζει τη συμπαθέστατη κοπελίτσα στη ρεσεψιόν. Ελα, όμως, που κάποιοι έχουν την τύχη να φέρουν επώνυμα όπως Χίμλερ, Γκέρινγκ, Ες, Φρανκ (και, βεβαίως, τα συνοδευτικά γονίδια). Αυτές τις ημέρες προβάλλεται στις ΗΠΑ το πολυβραβευμένο ντοκυμαντέρ «Ηitler’s Children» του Χανόχ Ζεεβί. Αν είναι δύσκολο για σένα να φέρεις το όνομα ενός πατέρα ο οποίος έχει διαπράξει – στην πλάτη σου – κάμποσα ακούσια λάθη, μπορεί κανείς να διανοηθεί τι γίνεται με τα παιδιά και τα εγγόνια εκείνων που αιματοκύλησαν εκουσίως την ανθρωπότητα;

Θυμάμαι πριν από χρόνια είχα την τύχη να συναντήσω έναν διακεκριμένο αρχιτέκτονα που είχε έρθει προσκεκλημένος του Ινστιτούτου Γκαίτε. Για να είμαι ειλικρινής, ο λόγος για τον οποίο είχα δείξει ενδιαφέρον για αυτόν δεν ήταν η αρχιτεκτονική του δεινότητα, αλλά το όνομά του: Αλμπερτ Σπέερ. Ηταν ο γιος του έτερου Αλμπερτ Σπέερ, αρχιτέκτονα και υπουργού Εξοπλισμών του Αδόλφου Χίτλερ. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας, αγωνιζόταν να αποφύγει οιαδήποτε νύξη για την οικογένειά του. Μου εξομολογήθηκε, βέβαια, πόσο βαρύ ήταν το όνομά του, ιδιαίτερα στα πρώτα του επαγγελματικά βήματα. «Ηταν πολύ δύσκολο να ξεκινήσω κάτι μόνος μου. Αρχισα να λαμβάνω μέρος ανωνύμως σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και έτσι πήρα τις πρώτες δουλειές μου. Οσον αφορά την προσωπική μου εξέλιξη, πέρασα μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο. Στο σχολείο δεν μπορούσα να μιλήσω, τραύλιζα πολύ άσχημα. Επρεπε να το παλέψω αυτό… Κατάφερα να αντιμετωπίσω το πρόβλημα, σχεδόν να το εξαφανίσω, μόνο όταν έφτασα 35-40 χρόνων. Εκανα πολύ μεγάλο αγώνα για να αποδεσμεύσω τον εαυτό μου από το όνομα της οικογένειάς μου». Ενιωσα κύματα ηλεκτρικού ρεύματος να με διαπερνούν όταν, κάθε φορά που ο συμπαθέστατος κύριος Σπέερ ο νεότερος εκστόμιζε τις λέξεις «father» (πατέρας) και «family» (οικογένεια), το παλιό τραύλισμα επέστρεφε. Δεν ήξερα αν είχα μπροστά μου έναν μειλίχιο μεσήλικο ή ένα παιδί που ήθελε να ουρλιάξει.

Στο «Ηitler’s Children» καθένας από αυτούς τους καταραμένους απογόνους μάχεται το παρελθόν με τον δικό του τρόπο. Η ανιψιά του Χέρμαν Γκέρινγκ, Μπετίνα, εγκατέλειψε τη Γερμανία για τις ΗΠΑ και δεν αρνείται, αλλά θέλει να γυρίσει την πλάτη στο παρελθόν της (αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος για τον οποίο η ίδια και ο αδελφός της έχουν υποβληθεί σε στείρωση). Ο δε Ράινερ Ες, εγγονός του διοικητή του Αουσβιτς (έχει φωτογραφίες με τον πατέρα του να παίζει με τα παιχνίδια που έφτιαχναν οι τρόφιμοι του στρατοπέδου), επισκέπτεται σήμερα τον «τόπο του μαρτυρίου» παρέα με έναν επιζήσαντα τρίτης γενιάς. Ο Νίκλας Φρανκ, πάλι, γιος του γενικού κυβερνήτη της Πολωνίας, Χανς Φρανκ, μιλάει σε μαθητές για τα εγκλήματα του πατρός του, αλλά και για τη δική του έρευνα, που αποσκοπούσε στο να ανακαλύψει κάποιο ψήγμα ανθρωπιάς σε αυτόν, δηλαδή μία περίπτωση που ο γενικός κυβερνήτης επενέβη για να σώσει (και όχι να εξοντώσει) κάποιον. Βέβαια, μέχρι στιγμής, δεν έχει βρει καμία. Αυτό που φαίνεται να κρατάει τον νεότερο Φρανκ στη ζωή είναι το άσβεστο μίσος για τους γονείς του (όπως εξομολογείται, η ίδια η μάνα του δεν τον κράτησε ούτε μία στιγμή στην αγκαλιά της με τρυφερότητα).

Σήμερα, που η γενιά των ηρώων εξαφανίζεται, που οι βετεράνοι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου «φεύγουν» με τα όπλα και τις μνήμες επ’ ώμου (στις ΗΠΑ οι στατιστικές δείχνουν ότι πεθαίνουν 1.000 κάθε ημέρα) και τα παιδιά νομίζουν ότι ο Χίτλερ είναι κάποιος σκοτεινός ιππότης από τον «Πόλεμο των Αστρων» ή τα Gormitti, ίσως είναι άλλοι αυτοί που θα θυμίζουν τη βαριά κληρονομιά του 20ού αιώνα. Εκείνοι που γνωρίζουν από πρώτο χέρι ότι οι φρικαλεότητες δεν γίνονται πάντα στο όνομα κάποιου άλλου.