Στο πολιτικό επίπεδο, όπως έχει ήδη επισημανθεί, η κρίση έχει δημιουργήσει ένα κενό μεταξύ του συντηρητικού κόμματος του Αντώνη Σαμαρά και του αριστερού μορφώματος του Αλέξη Τσίπρα. Τι γίνεται στον μεσαίο χώρο; Πολλοί παρατηρητές νομίζουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα αλλάξει σταδιακά και θα πάρει τη θέση του προ της κρίσης ΠαΣοΚ – ένα, παρά την ονομασία του, σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Αλλοι υποστηρίζουν πως το ΠαΣοΚ δεν θα περιθωριοποιηθεί, θα αναζωογονηθεί και θα καλύψει τον μεσαίο χώρο σαν κόμμα σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού. Τέλος, είναι και αυτοί που πιστεύουν πως, αργά ή γρήγορα, νέα κόμματα θα καλύψουν το κενό δημιουργώντας έναν νέο ριζοσπαστικό, σοσιαλδημοκρατικό συνασπισμό μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. κόμμα Λοβέρδου). Με βάση τα παραπάνω νομίζω πως είναι καιρός να επανεξετάσουμε τι εννοούμε με τον όρο σοσιαλδημοκρατία σήμερα και ποιες μπορεί να είναι οι προοπτικές της βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Η ιστορική διάσταση


Από μια μακροϊστορική σκοπιά η έννοια της σοσιαλδημοκρατίας αντλεί το κύριο νόημά της από τη διαφορά στρατηγικής μεταξύ Λένιν και Μπερνστάιν. Η λενινιστική στρατηγική ήταν αντιεξελικτική: η ανάπτυξη ενός ώριμου καπιταλισμού δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επαναστατική ανατροπή του. Ιδίως στην καπιταλιστική περιφέρεια (όπως στη Ρωσία των αρχών του 20ού αιώνα) μια επαναστατική πρωτοπορία μπορεί να καταργήσει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής «εκ των άνω», πριν δηλαδή δημιουργηθούν μαζικά εργατικά κινήματα. Αντίθετα με τον Λένιν, η εξελικτική προοπτική του Μπερνστάιν στόχευε σε μια πιο σταδιακή, ρεφορμιστική πορεία. Κατά τον Μπερνστάιν χρειάζεται πρώτα η δημιουργία ενός καλά οργανωμένου εργατικού κινήματος που θα εξανθρωπίσει τον βάρβαρο ευρωπαϊκό καπιταλισμό του 19ου αιώνα. Μόνο μια τέτοια κατάσταση μπορεί στο απώτερο μέλλον να οδηγήσει στο πέρασμα από τον σοσιαλδημοκρατικό καπιταλισμό στον δημοκρατικό σοσιαλισμό.
Ως γνωστόν, η λενινιστική στρατηγική οδήγησε στον σοβιετικό «υπαρκτό σοσιαλισμό», ενώ αυτή του Μπερνστάιν οδήγησε, στη Δυτική Ευρώπη, στη δημιουργία μαζικών εργατικών κομμάτων και συνδικάτων που ήταν, στη «χρυσή εποχή της σοσιαλδημοκρατίας» (1945-1975), οι κύριοι δημιουργοί του κράτους πρόνοιας. Παρ’ όλα αυτά η Αριστερά, ακόμη και σήμερα, περιφρονεί τη σοσιαλδημοκρατία, αφού αυτή ήταν η αιτία η εργατική τάξη να χάσει τον επαναστατικό χαρακτήρα της και να ενταχθεί στο καπιταλιστικό σύστημα. Από την άλλη μεριά, οι οπαδοί του Μπερνστάιν σωστά υποστηρίζουν πως η δική τους πολιτική οδήγησε τις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες να πετύχουν έναν συνδυασμό οικονομικής ανάπτυξης, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και σχετικής κοινωνικής δικαιοσύνης. Οδήγησε δηλαδή, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, στη διάχυση πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων προς τα λαϊκά στρώματα.
Η τωρινή κατάσταση


Περνώντας τώρα στις εξελίξεις μετά τη δεκαετία του ’70, η σοσιαλδημοκρατία αντιμετώπισε επιθέσεις όχι μόνο από την παραδοσιακή Αριστερά αλλά και από τη νεοφιλελεύθερη θατσερική Δεξιά. Η πρώτη εξακολουθεί να την περιφρονεί, όχι μόνο γιατί «πρόδωσε» την προλεταριακή επανάσταση, αλλά και γιατί σήμερα τείνει να ταυτιστεί με τη νεοφιλελεύθερη Κεντροδεξιά (π.χ., ο «σοσιοφιλελεύθερος» μπλερισμός). Ετσι μια πιο σύγχρονη Αριστερά (κυρίως διανοούμενοι όπως ο Alain Badiou και ο Slavoi Zizek) θεωρεί πως οι σημερινές συνθήκες της ύφεσης, ανεργίας και περιθωριοποίησης / εξαθλίωσης των λαϊκών στρωμάτων αποτελούν ευνοϊκές συνθήκες για μια νέα επαναστατική ρήξη που θα καταργήσει άμεσα τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Αυτό όμως που δεν έχει διατυπωθεί είναι με ποιον τρόπο θα επιτευχθεί η επανάσταση και τι μορφή θα πάρει η μετακαπιταλιστική κοινωνία που ονειρεύονται. Γιατί μέχρι σήμερα τα διάφορα «άλματα προς τα μπρος» (Στάλιν, Μάο, Πολ Ποτ) είχαν καταστρεπτικά αποτελέσματα. Η θατσερική Δεξιά από την άλλη μεριά απορρίπτει τη σοσιαλδημοκρατία ως το κόμμα που οδήγησε στο τεράστιο κράτος, η γραφειοκρατική λογική του οποίου κατάργησε τη δημιουργική δυναμική της ελεύθερης αγοράς.
Αξιολογώντας τα παραπάνω, είναι αλήθεια πως τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ακολουθούν συχνά νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Αυτό όμως οφείλεται λιγότερο σε «προδοσία» και περισσότερο σε ανάγκη. Σε ένα πλαίσιο όπου η κινητικότητα του κεφαλαίου οδηγεί στη δυσκολία ελέγχου του από το έθνος-κράτος και όπου και σε ευρωπαϊκό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο ο φονταμενταλισμός της αγοράς κυριαρχεί, η σοσιαλδημοκρατία, στην παλιά της μορφή, δεν είναι πια δυνατή. Δεν είναι δυνατόν σε εθνικό επίπεδο να ακολουθηθούν παλαιοσοσιαλδημοκρατικές στρατηγικές σε μια εποχή όπου τα εργατικά κόμματα και συνδικάτα παρακμάζουν ενώ ο παγκόσμιος περίγυρος παραμένει νεοφιλελεύθερος. Ο Μιτεράν, που στην πρώτη προεδρική θητεία του προσπάθησε να οδηγήσει τη Γαλλία προς μια σοσιαλδημοκρατική / σοσιαλιστική κατεύθυνση (π.χ. με σημαντικές κρατικοποιήσεις), αναγκάστηκε τάχιστα να κάνει στροφή 180 μοιρών. Μόνο αν η ΕΕ κατορθώσει να περάσει από τον κυρίαρχο νεοφιλελευθερισμό σε ένα αυθεντικό νεοσοσιαλδημοκρατικό καθεστώς θα δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες για την υλοποίηση σοσιαλδημοκρατικών στόχων σε εθνικό επίπεδο.
Προοπτικές


Υπάρχουν πιθανότητες αναζωογόνησης της σοσιαλδημοκρατίας στη σημερινή συγκυρία; Οσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο η αδιέξοδη πολιτική της λιτότητας συνεχίζεται, οι πιθανότητες είναι μηδαμινές. Κατά τη γνώμη μου, δύο είναι οι βασικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μιας σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας που θα βρει νέα μέσα για την επίτευξη των κλασικών σοσιαλδημοκρατικών στόχων (δηλαδή της ισόρροπης ανάπτυξης, της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και της σχετικής κοινωνικής δικαιοσύνης).
Πρώτον, βραχυπρόθεσμα, το ξεπέρασμα της ύφεσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό σημαίνει το πέρασμα από την πολιτική «πρώτα λιτότητα και μετά ανάπτυξη», στην πολιτική με τον αντίθετο χρονισμό «πρώτα ανάπτυξη και μετά δημοσιονομική πειθαρχία».
Δεύτερον, μεσοπρόθεσμα, η ανατροπή της κυριαρχίας των νεοφιλελεύθερων δυνάμεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο προϋποθέτει τη δημιουργία στον Νότο ενός συμπαγούς μετώπου ικανού να λειτουργήσει σαν ανάχωμα στον γερμανικό οικονομικό ιμπεριαλισμό. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως υπάρχουν συστημικές πιέσεις για μια ριζική αλλαγή του status quo στο επίπεδο της ευρωζώνης. Η αχίλλειος πτέρνα της τελευταίας ήταν και εξακολουθεί να είναι η ιδέα πώς είναι δυνατόν να έχεις μια τεράστια αγορά με κοινό νόμισμα χωρίς ισχυρούς κεντρικούς πολιτικούς και δημοσιονομικούς μηχανισμούς, μηχανισμούς που όχι μόνο θα ρυθμίζουν πιο αποτελεσματικά την αγορά αλλά και θα στοχεύουν στην άμβλυνση της δομικής ανισορροπίας μεταξύ των λιγότερο ανταγωνιστικών χωρών του Νότου και των πιο αναπτυγμένων χωρών του Βορρά. Οσο αυτό δεν γίνεται, οι ανισότητες (διακρατικά αλλά και ενδοκρατικά) θα εντείνονται λόγω της συστηματικής μεταφοράς πόρων μεταξύ ευρυζωνικού κέντρου και περιφέρειας. Με δεδομένο πως η ανταγωνιστικότητα των οικονομιών του Νότου δεν είναι δυνατόν να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη, η ευρωζώνη ή θα διαλυθεί ή θα προχωρήσει σε μια ενοποίηση σοσιαλδημοκρατικού τύπου.
Αν τελικά η ευρωζώνη επιβιώσει μέσω της αλληλεγγύης, μπορεί να δούμε την αντίθετη διαδικασία από αυτήν της τωρινής «μπλεροποίησης» της σοσιαλδημοκρατίας. Με άλλα λόγια, αν στη δεκαετία του ’70, για συστημικούς λόγους, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία πήρε κεντροδεξιά κατεύθυνση, σήμερα η γερμανική νεοφιλελεύθερη Δεξιά, για λόγους που έχουν να κάνουν με τη διάσωση της ευρωζώνης, μπορεί να έρθει πιο κοντά προς την Κεντροαριστερά.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ