Η κρίση έχει επηρεάσει καθοριστικά όχι μόνο το επίπεδο ζωής κινητοποιώντας πρωτόγνωρες στρατηγικές ατομικής επιβίωσης στο πλαίσιο μιας αφόρητης καθημερινότητας αλλά και τον τρόπο που σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε για εμάς και τους άλλους: οι βεβαιότητες έχουν διαλυθεί, ενώ οι ανασφάλειες έχουν πολλαπλασιαστεί. Η ελληνική κοινωνία έχει μετατραπεί σε μια ιδεοτυπική περίπτωση «κοινωνίας του κινδύνου», με τους πολίτες να είναι εκτεθειμένοι σε αβεβαιότητες και υψηλά ρίσκα που δεν μπορούν να εκτιμήσουν ή να αποφύγουν.
Η κρίση, όμως, παρ’ ότι ευθύνεται για πολλά, δεν είναι πρωτογενής αιτία και εξηγητικό εργαλείο για όλα τα κοινωνικο-πολιτικά φαινόμενα στην παρούσα συγκυρία. Οι παθογένειες που προετοίμασαν την κρίση (διαφθορά, κρατικοδίαιτη κοινωνία και αγορά, κομματισμός, λαϊκισμός κτλ.) ήταν παρούσες πριν από την εκρηκτική εκδήλωσή της. Πολλές φορές στην προσπάθεια να εξηγήσουμε τα (επι-)φαινόμενα της κρίσης –από τις διακυμάνσεις στον αριθμό των αυτοκτονιών ως τις εκδηλώσεις βίας και από την απορρύθμιση του κομματικού συστήματος ως την άνοδο της Χρυσής Αυγής -, αυθαιρετούμε αναλυτικά ανάγοντας τις αιτίες στο αποτέλεσμα. Μία από τις συνηθισμένες αναγωγές έχει να κάνει με τα θύματα της κρίσης (άνεργοι, νεόπτωχοι), για τα οποία θεωρείται αυτονόητο ότι η επιδείνωση της οικονομικής – κοινωνικής τους θέσης τα καθιστά επιρρεπή στον εξτρεμισμό και στη βία. Δεν είναι όμως (μόνο) οι ευάλωτοι στις ακραίες συνέπειες της κρίσης οι δυνητικοί πρωταγωνιστές του πολιτικού εξτρεμισμού και θιασώτες της βίας.
Σε μια συνέντευξή της («Lifo», 18.2.2013) η ηθοποιός Μπέττυ Αρβανίτη παρατήρησε πως κάθε φορά «το καινούργιο προκύπτει από αυτό που ήδη υπάρχει» και συνεπώς «ο εαυτός μας είναι το υλικό μας». Ποιο είναι αυτό το υλικό στην Ελλάδα της κρίσης; Απαντώντας επιγραμματικά, από την οπτική του μακροεπιπέδου, η κλειστότητα και η αδυναμία ανανέωσης του πολιτικού συστήματος εδράζονται στις «σουλτανικές» ρίζες των πολιτικών θεσμών· ο κρατισμός είναι αποτέλεσμα μιας δημοσιονομικής νοοτροπίας που αναπτύχθηκε στις τάξεις των ελίτ οι οποίες ενδιαφέρονταν για την προσοδοθηρία και την ιδιοποίηση κρατικών πόρων. Από την οπτική του μεσοεπιπέδου, η κοινοβουλευτική δημοκρατία παρέμεινε «καχεκτική» ως τη Μεταπολίτευση, ενώ και μετά το 1974 το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης απολάμβανε τυπική νομιμοποίηση αλλά επί της ουσίας δεν ήταν αποδεκτό· η ιδέα ότι «ο λαός είναι πάνω από τους θεσμούς» διαπερνούσε εγκάρσια κόμματα και πολιτικές ελίτ που θώπευαν τους εντολείς κρατώντας τους σε μια ιδιότυπη ομηρεία: όσο μεγαλύτερη η προσοδοθηρία των ελίτ τόσο περισσότερες οι ευκαιρίες νομής του κράτους από την πελατεία τους αλλά και τα εμπόδια αυτονόμησής της από τους πάτρωνες-«σουλτάνους» των πελατών-πολιτών. Οι τελευταίοι, παρατηρώντας τους από την οπτική του μικροεπιπέδου, παραμένουν καθηλωμένοι σε μια διαρκή εξάρτηση: όχι μόνο από το κράτος και την ελίτ αλλά και από το σχολείο και την οικογένεια που στραγγαλίζοντας δικαιώματα και ελευθερίες προετοιμάζουν τους αυριανούς κρατικοδίαιτους προσοδοθήρες.
Παρακολουθώντας τα γεγονότα τυφλής βίας στις Σκουριές Χαλκιδικής θα αποφύγω να τα διασυνδέσω με αυτό καθαυτό το πολιτικό διακύβευμα: αν και οι αιτιάσεις ειδικών είναι σοβαρές, ότι η μεταλλευτική δραστηριότητα θα επηρεάσει δραματικά το περιβάλλον, τη μελισσοκομία και τη γεωργία, εν τούτοις τα οικολογικά διακυβευόμενα αποτελούν αφορμή για το ωμό ξέσπασμα βίας. Τι προκαλεί αυτά τα ξεσπάσματα;
Από την τρομοκρατική δράση εξτρεμιστικών ομάδων ως τον ακραίο κινηματικό ακτιβισμό της άκρας Αριστεράς, η κοινωνική σύνθεση του χώρου έχει διαταξικά χαρακτηριστικά: (υποψήφια) θύματα της κρίσης και απόκληροι αλλά και καλοστεκούμενοι μεσοαστοί συνθέτουν τον κοινωνικό καμβά των ακτιβιστών της βίας. Η πολιτική βία αποτελεί τα αντίποινα «στο σύστημα». Η ελληνική κοινωνία βιώνει την κορύφωση των σωρευμένων αντισυστημικών συναισθημάτων καθώς το συνολικό κοινωνικό σύστημα τσακίζεται στην κρίση. Ο κύκλος της βίας διευρύνεται. Μαζί με αυτόν αυξάνεται ο αριθμός εκείνων που εξοικειώνονται με τη βία και δείχνουν ανοχή στη χρήση της από άλλους· τόσο περισσότερο όσο καλύτερα κοσμοθεωρητικά μπορεί η βία να δικαιολογηθεί. Πλέον υπάρχει ο κίνδυνος να περάσουμε από τη φάση της έντασης σ’ εκείνη της έκρηξης, με τα βίαια ξεσπάσματα να πληθαίνουν, να γίνονται μαζικότερα και επιθετικότερα.
Τι μπορούμε να κάνουμε για να εκτονωθεί η βία; Λίγα αλλά ουσιαστικά που θα αποδώσουν μακροπρόθεσμα: μαθήματα πολιτειακής παιδείας στα σχολεία αλλά και θεσμική κατοχύρωση κανόνων άμυνας της δημοκρατίας απέναντι σε όσους την υπονομεύουν. Οσον αφορά το σήμερα, χρειάζεται να στηθούν αναχώματα απέναντί της: από τους κοινωνικούς θεσμούς (π.χ., τη διοικούσα Εκκλησία που παρακολουθεί με αδιαφορία τις εκδηλώσεις βίας) ως τα ΜΜΕ (που προβάλλουν πράξεις βίας) και τα κόμματα (που ενίοτε είναι υποχωρητικά ή ανεκτικά απέναντί της). Η ύπαρξη θεσμικών αναχωμάτων κατά της βίας είναι μια πρώτη καλή πρακτική για την εκτόνωσή της.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ