Είναι πολλά τα ζητήματα, που θέτει (ξανά!) η επίθεση στις Σκουριές και γενικώτερα αι αντιδράσεις κατοίκων & περιοίκων (και μη) σε επενδύσεις ή έργα (π.χ., Κερατέα). Κατ’ αρχήν δεν θα υπεισέλθω στο αν πρέπει ή όχι να γίνει η επένδυση στις Σκουριές – δεν γνωρίζω το θέμα σε βάθος, δεν έχω υπ’ όψιν μου κάποια ανάλυσι κόστους-οφέλους ή την συγκεκριμένη συμφωνία, δικαστικές αποφάσεις και τα (σοβαρά, υποτίθεται) επιχειρήματα των πολεμίων. Ισως οι τελευταίοι να έχουν δίκαιο επί της ουσίας, ίσως όχι, ίσως μάλιστα να κρύβωνται υστεροβουλίες όπισθεν των αντιδράσεων. Θέλω όμως να σχολιάσω την διαδικασία αξιολογήσεως της επενδύσεως, όπως και το θεμιτόν ή μη της συγκεκριμένης αντιδράσεως.

Για μια τέτοια επένδυσι, που κατ’ αρχήν θ’ αλλάξει το φυσικό περιβάλλον του χώρου και πιθανότατα θα το επιβαρύνει, θα έπρεπε κατ’ αρχήν να γίνει δημοσία διαβούλευση, που θα περιλαμβάνει τόσο τις απόψεις μη ειδικών (δηλ. των κατοίκων) όσο ειδικών: από την εταιρεία, από φορείς (π.χ., πανεπιστήμια) επιλεγμένους απ’ τους πολεμίους, από φορείς επιλεγμένους απ’ το κράτος ώστε και το ίδιο να ενημερωθεί με μία αντικειμενικότητα (και όχι για να «τεκμηριώσει» προειλημμένες αποφάσεις). Εγινε κάτι τέτοιο; Τα πορίσματα ετέθησαν στους κατοίκους; Αξιολογήθηκε η πιθανόν υπερτοπική σημασία του έργου; Αν ναι και ευρέθη μεγάλη, ετέθη σοβαρά το ζήτημα αποζημιώσεως των πιθανώς θιγομένων κατοίκων & περιοίκων; Συνοψίσθησαν αι απόψεις και μελέτες σε μία μεγάλη μελέτη κόστους – οφέλους (π.χ., περιβάλλον απ’ την μια, απασχόληση απ’ την άλλη – και σε ποιόν χρονικό ορίζοντα και με ποιές επιπτώσεις χαρακτηρισμένες ως μη αναστρέψιμες) ; Αξιολογήθηκαν διάφορες ασφαλιστικές δικλείδες προστασίας του περιβάλλοντος; Επεβλήθησαν στον επενδυτή αξιόπιστες ρήτρες περιορισμού της ζημίας και αποκαταστάσεως αυτής; Εγινε αξιολόγηση εναλλακτικών τρόπων εξορύξεως; Τέλος και βάσει όλων αυτών, καθώς και των ιδίων των επενδυτικών προοπτικών, αξιολογήθηκε το τίμημα, που θα ελάμβανε το κράτος απ’ την εταιρεία, τόσο το άμεσο όσο το έμμεσο (δηλ. οι μελλοντικοί φόροι και εισφορές) – αν δηλ. ανταποκρινόταν τόσο στις προοπτικές (σε σύγκρισι, πάντα, με την ύπαρξι ή ανυπαρξία εναλλακτικών λύσεων) όσο στην ανάγκη καλύψεως του περιβαλλοντικού και άλλου κόστους;

Σε όλ’ αυτά η όποια κοινοβουλευτική αντιπολίτευση θα ΄μπορούσε να είχε χρήσιμο ρόλο – αλλ’ αυτό απαιτεί στάσι & τεκμηρίωσι, που υπερβαίνει τις φωνασκίες και την «επιστημονική» τεκμηρίωσι τύπου «είδα ένα φοβερό video στο Ιντερνέτ για τις εξορύξεις χρυσού». Θα ΄μπορούσε, λ.χ., με την διαδικασία κοινοβουλευτικού ελέγχου να «ξετινάξει» την όποια κυβέρνησι για το ύψος του τιμήματος, αν αυτό, βάσει στοιχείων και προβολών, απεδεικνύετο χαμηλό και πιθανόν ασύμφορο.

Αντ’ αυτών, εφθάσαμε στο σημείο ανταρτικής επιθέσεως στις Σκουριές. Το ερώτημα, τότε, γίνεται: αν δεν έχουν τηρηθή αι ανωτέρω ενδεικτικές διαδικασίες, αν, συνεπεία τούτου, κυριαρχεί ο φόβος και η άποψη μεταξύ κατοίκων & περιοίκων ότι το περιβάλλον θα καταστραφεί ανεπανόρθωτα χωρίς μάλιστα οι ίδιοι ν’ αποζημιωθούν επαρκώς, αν δηλ. κάτοικοι & περίοικοι αντιμετωπίζουν, ως οι ίδιοι, ελλείψει τεκμηριώσεως & διαλόγου, φρονούν, μία επίθεσι στον χώρο των, αν ακόμη και η δικαστική λειτουργία θεωρείται έωλη (λόγω αποφάσεων, που έχουν κυρίως βασισθή σε τυπικές διατάξεις και όχι σε πραγματικά περιστατικά και αξιολόγηση πραγματικών κινδύνων & πιθανών επιπτώσεων), έχουν τότε δικαίωμα να υπερασπισθούν τον τόπο των παντί τρόπω;

Απαντήσεις: (α) Ναι, αλλά χωρίς βία – όχι όμως τόσο χάριν μιάς νομιμότητος, που ήδη αμφισβητείται και ενδέχεται να είναι ακόμη και προκάλυμμα εξυπηρετήσεως υπόπτων συμφερόντων, όσο διότι η βία ακυρώνει την ιδία την δημοκρατική διαδικασία, που υποτίθεται ότι θεμελιώνει το όποιο αίτημα κατοίκων & περιοίκων. Δηλ. παρακάμπτει το γεγονός ότι άλλοι μεν απ’ τους κατοίκους & περιοίκους (ενδέχεται να) θέλουν την επένδυσι, άλλοι δε (που δεν ξέρουμε καν αν είναι κάτοικοι & περίοικοι αφού κρύβονται) δεν την θέλουν.

(β) Ναι, ακόμη και με βία, όταν η αυθαιρεσία γίνεται ή εμφανίζεται να γίνεται ακραία, αι δε ασφαλιστικές δικλείδες και η καταφυγή στην όποια νομιμότητα θεωρείται, από «ικανό» αριθμό ενδιαφερομένων (δηλ. πόσους; Πώς καταδεικνύεται αυτό;), ότι γίνεται με σημαδεμένη τράπουλα.

Συνδυάζοντας τις δύο απαντήσεις, ΄μπορούμε να είπωμεν ότι αν (!) η γνώμη της πλειοψηφίας των ενδιαφερομένων (κατοίκων & περιοίκων) έχει, κατά κάποιον τρόπο, δημοκρατική τεκμηρίωσι, ενώ παράλληλα η αυθαιρεσία είναι εξόφθαλμη και ακραία, το αποτέλεσμα είναι μία βία, που ενδέχεται να είναι ακόμη και δικαιολογήσιμη.

Και πάλι όμως, επειδή υπάρχουν τόσα «αν» και προϋποθέσεις σε αυτήν την ανάλυσι, καλό είναι ν’ αποφεύγεται η βία διότι δεν ξέρει κανείς πού θα οδηγήσει. Π.χ., αν είχε σκοτωθή κάποιος απ’ τους φύλακες (μη αναστρέψιμο γεγονός, μια που οι οικολόγοι συχνά αναμασούν αυτό το επιχείρημα προκειμένου για επιπτώσεις στο περιβάλλον), αυτή η ανάλυση θα ήταν για τα σκουπίδια, οι δε συγγενείς του θα είχαν ίσως δικαίωμα (πάντως μεγαλύτερο απ’ το «δικαίωμα» των ανταρτών να κάψουν και καταστρέψουν) να πληρώσουν τους δολοφόνους με το ίδιο νόμισμα.

Αρα το κλειδί για να μην οδηγούνται τα πράγματα σε τέτοιες ατραπούς είναι ο τεκμηριωμένος και εμπεριστατωμένος διάλογος τόσο από την όποια κυβέρνησι όσο απ’ την όποια αντιπολίτευσι. Αυτό είναι που προσφέρει η δημοκρατία και αυτό, δυστυχώς, είναι το ζητούμενο μες στην, κατά τα άλλα «δημοκρατική», ελληνική πραγματικότητα. Μετά βεβαίως την ολοκλήρωσι τέτοιου διαλόγου, οφείλει το κράτος ν’ ασκήσει βία, αν χρειάζεται, για την επιβολή των συμπερασμάτων (εννοείται με σεβασμό των επιμέρους συμφερόντων, με ασφαλιστικές δικλείδες κ.α.) – αλλιώς το ίδιο το κράτος δεν θα σέβεται την δημοκρατική διαδικασία. Δυστυχώς στην σημερινή Ελλάδα αι καταστάσεις οδηγούνται στα άκρα διότι κυβερνήσεις & αντιπολιτεύσεις δεν θέλουν να διαμορφώνουν πλαίσιο ουσιαστικού διαλόγου, το αρνούνται, προτιμούν δε τις φωνές, την συσκότισι, το παρασκήνιο και την σύγκρουσι χάριν της πολιτικής εξουσίας. Οι αντάρτες των Σκουριών λοιπόν δεν είναι τόσο έκφραση του όποιου πραγματικού τοπικού προβλήματος (διότι αυτό σε μία αληθή δημοκρατία θα είχε διευθετηθή), όσο του τρόπου με τον οποίο τα πλέον ανεύθυνα απ’ τα πολιτικά κόμματα (άρα κατ’ αρχήν τα αντιπολιτευόμενα) υποδαυλίζουν συγκρουσιακές καταστάσεις χάριν κακώς εννοουμένου πολιτικού οφέλους. Ο νοών νοείτω.