Με βαθιά θλίψη η παγκόσμια φιλοσοφική κοινότητα δέχθηκε την είδηση του θανάτου του Ρόναλντ Ντουόρκιν. Ο Ντουόρκιν υπήρξε ο σπουδαιότερος στον κόσμο φιλόσοφος του δικαίου των τελευταίων 50 χρόνων και ένας από τους κορυφαίους ηθικούς και πολιτικούς φιλοσόφους της εποχής μας. Η σημασία του έργου του είναι τόσο μεγάλη ώστε σε όλο το φάσμα της πρακτικής φιλοσοφίας, το οποίο, όπως και ο Αριστοτέλης, θεωρούσε συνεχές και ενιαίο, ο επιστημονικός διάλογος είναι σήμερα πολύ βαθύτερος, από ό,τι ήταν πριν από αυτό ή θα ήταν χωρίς αυτό.
Ο Ντουόρκιν γεννήθηκε στην πόλη Providence του Ροντ Αϊλαντ. O πατέρας του, μετανάστης από τη Λιθουανία, εγκατέλειψε νωρίς την οικογένειά του. Μεγάλωσε σε δύσκολες συνθήκες, με τη μητέρα του να παραδίδει μαθήματα πιάνου για να μεγαλώσει τα τρία παιδιά της. Μετά από εντελώς ασυνήθιστες επιδόσεις στο σχολείο, πήρε υποτροφία και σπούδασε, αριστεύοντας παντού, φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Ενας από τους δασκάλους του υπήρξε ο μεγάλος φιλόσοφος και λογικός Willard v. O. Quine. Μετά το Χάρβαρντ, με νέα υποτροφία, συνέχισε τις σπουδές του στην Οξφόρδη. Εκεί, εκτός από σπουδαίους φιλοσόφους, ήρθε σε επαφή και με μεγάλους νομικούς, με πρώτον τον έως τότε θεωρούμενο κορυφαίο στον κόσμο φιλόσοφο του δικαίου, Herbert Hart. Αποφάσισε να πάρει πτυχίο και στα νομικά, κάτι που έκανε πρώτα στην Οξφόρδη και ακολούθως και στο Χάρβαρντ, όπου επέστρεψε, ερχόμενος σε στενότερη επαφή και με τον Τζων Ρωλς. Ακολούθως εργάστηκε ως βοηθός του σπουδαιότερου ίσως δικαστή της εποχής, του Learned Hand. Αφού εργάστηκε για λίγο ως δικηγόρος, αποφάσισε να ακολουθήσει ακαδημαϊκή σταδιοδρομία αποδεχόμενος θέση που του προσφέρθηκε, ήδη το 1962, από το Πανεπιστήμιο του Yale. Ακολούθησε το 1969 η εκλογή του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης ως διαδόχου του Hart, και μάλιστα μετά από επίμονη εισήγηση του ίδιου του Hart, το έργο του οποίου ο Ντουόρκιν είχε υποβάλει σε εντονότατη κριτική. Από το 1975 έγινε παράλληλα καθηγητής και στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (NYU), μοιράζοντας τον χρόνο του μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής. Μετά την αφυπηρέτησή του από την Οξφόρδη, διατέλεσε επί μερικά χρόνια καθηγητής στο University College του Λονδίνου, ενώ διατήρησε τη θέση του στο NYU έως το τέλος.
Η σκέψη του Ντουόρκιν υπήρξε από πολλές απόψεις ανατρεπτική. Στη φιλοσοφία του δικαίου καταλυτική υπήρξε η κριτική του εναντίον του τότε κυρίαρχου ρεύματος του νομικού θετικισμού, που υποστήριζε ότι το δίκαιο είναι εντελώς διακριτό από την ηθική. Σήμερα ο νομικός θετικισμός είναι πια αγνώριστος, έχοντας ενσωματώσει ένα μεγάλο μέρος της κριτικής του Ντουόρκιν, που επέμεινε ότι το δίκαιο είναι απλώς ένα ειδικό ηθικό πεδίο. Στην πολιτική φιλοσοφία ο Ντουόρκιν στράφηκε εναντίον όλων όσοι υποστήριζαν ότι η δημοκρατία διέπεται μόνο από την αρχή της πλειοψηφίας και συνεπώς ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια την αντιστρατεύεται, καταδεικνύοντας ότι δημοκρατία δεν νοείται χωρίς δικαιώματα, και αυτών η ίση προστασία (και όχι η προαγωγή του γενικού συμφέροντος) είναι έργο των δικαστηρίων.
Παράλληλα παρουσίασε μία εντυπωσιακή θεωρία περί ισότητας. Στην ηθική φιλοσοφία στράφηκε εναντίον της κοινής αντίληψης ότι δεν υπάρχουν ηθικές αλήθειες και ότι η ηθική δεν είναι παρά υποκειμενικές στάσεις ή συναισθήματα, ενώ επίσης διατύπωσε μία εξαιρετικά σημαντική θεωρία για την αξία του ανθρώπινου βίου. Η επιρροή του έργου του σε όλους αυτούς τους τομείς υπήρξε τεράστια. Περισπούδαστα είναι μεταξύ άλλων τα βιβλία του «Ας πάρουμε τα δικαιώματα στα σοβαρά» (1977), «Ζήτημα αρχής» (1985), «Η αυτοκρατορία του δικαίου» (1986), «Η επικυριαρχία του βίου» (1993), «Κυρίαρχη αρετή: θεωρία και πράξη της ισότητας» (2000), «Δικαιοσύνη εν τηβέννω» (2006). Βαθύτατο όλων το συνθετικό ύστατο έργο του με τίτλο, εμπνευσμένον από ένα απόσπασμα του Αρχιλόχου, «Δικαιοσύνη για σκαντζόχοιρους» (2011). Ημιτελές άφησε ένα νέο βιβλίο για τη σχέση θρησκείας, ηθικής και επιστήμης. Αποκαλούσε τον εαυτό του «θρησκευόμενο άθεο», εννοώντας ότι η ηθική αξία του βίου, και η ευθύνη του καθενός για τη διαμόρφωσή του, παραμένει ανέγγιχτη ακόμη και όταν δεν συνοδεύεται από πίστη στην ύπαρξη του Θεού.
Αν θελήσουμε να επισημάνουμε τα βασικότατα γνωρίσματα της σκέψης του, θα σταθούμε σε δύο: Πρώτον, στην άποψή του ότι κάθε τομέας της ανθρώπινης πράξης διακρίνεται από ένα θεμελιώδες ερώτημα που τον διέπει, χωρίς το οποίο είναι αδύνατο να τον προσεγγίσουμε θεωρητικά ή πρακτικά: το δίκαιο από το ερώτημα «ως προς ποιες συμπεριφορές αναμεταξύ μας νομιμοποιούμαστε ηθικά, ενόψει και της θεσμικής μας ιστορίας, να κινητοποιήσουμε ακόμη και τον εξαναγκασμό;» (και όχι «τι ακριβώς εννοεί ο νομοθέτης;»), η πολιτική από το ερώτημα «πώς θα διαμορφώσουμε συνθήκες στην κοινωνία μας έτσι ώστε να προάγεται το ευ ζην του καθενός υπό όρους ίσου σεβασμού και μέριμνας;», η ηθική από το ερώτημα «ποιος βίος είναι ο καλύτερος δυνατός υπό τις εκάστοτε συνθήκες από τη σκοπιά του αυτοσεβασμού;». Και δεύτερον, ότι αυτά τα ερωτήματα είναι εν τέλει ενιαία, ότι το καθένα όχι απλώς δεν μπορεί να απαντηθεί, αλλά ούτε καν να γίνει κατανοητό χωρίς τη σύνδεσή του με τα άλλα.
Το έργο του Ντουόρκιν διακρίνεται από απαράμιλλη κομψότητα ύφους, μοναδική διαύγεια ακόμη και όταν πραγματεύεται πολύπλοκα ζητήματα, αλλά και, όταν το έκρινε αναγκαίο, από λεπτό χιούμορ ή υποφώσκουσα ειρωνεία. Υπήρξε ακάματος εργάτης του λόγου, λαμπρός δάσκαλος, ρήτορας σπάνιας δεινότητας, ακαταμάχητος συνομιλητής με τον οποίο λίγοι τολμούσαν να αναμετρηθούν δημόσια, υπόδειγμα πολίτη με τις θαρραλέες πολιτικές παρεμβάσεις του: από την αντίθεσή του στον πόλεμο του Βιετνάμ, τις επικρίσεις του στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, τη δριμύτατη κριτική του στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου για την ψηφοφορία στη Φλόριντα κατά την πρώτη εκλογή του υιού Μπους, τα αμέτρητα σχόλιά του σε δικαστικές αποφάσεις, έως τις παρεμβάσεις του υπέρ της εκλογής Ομπάμα.
Ο Ρόναλντ Ντουόρκιν πέθανε στις 14 Φεβρουαρίου στο Λονδίνο από λευχαιμία.
Ο κ. Παύλος Σούρλας είναι ομότιμος καθηγητής της φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.



ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ