Πολύς λόγος έγινε το τελευταίο διάστημα για τη σχέση της «Εκκλησίας» με την «αριστερά», όπως και για τη σχέση της με τη «δεξιά». Είναι προφανές ότι προϋπόθεση για μια σοβαρή συζήτηση είναι να προσδιορίσει κανείς επακριβώς τις έννοιες… Ποια «Εκκλησία», ποια «αριστερά» και ποια «δεξιά»;
Από τις συζητήσεις με την «αριστερά» έμεινε να μονοπωλεί την επικαιρότητα η πρόταση του αρμόδιου για θέματα Παιδείας και Θρησκευμάτων βουλευτή της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, ο οποίος ζήτησε, σαν να ανακάλυπτε την πυρίτιδα, την καθιέρωση και στη χώρα μας του λεγόμενου «εκκλησιαστικού φόρου».
Βέβαια, η ιδέα αυτή είναι πολύ παλιά και ισχύει σχεδόν σε όλη τη Ρωμαιοκαθολική Ευρώπη, συνδέεται όμως με ένα τελείως διάφορο σύστημα σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, το οποίο, κατά κανόνα, βασίζεται σε κογκορδάτα, διεθνείς δηλαδή συμφωνίες που η Αγία Εδρα, ως κρατική οντότητα, συνάπτει με τα επιμέρους κράτη.
Στην πατρίδα μας και μόνο το άκουσμα της λέξεως «φόρος» θα ήταν ικανό να αποτρέψει τους περισσότερους Ελληνες από τη δήλωση που απαιτείται να γίνει στις Αρχές από τους πιστούς κάθε Εκκλησίας! Αξίζει ίσως εδώ να καταθέσω, ως προσωπική μαρτυρία, το ακόλουθο περιστατικό. Οταν η «Ελληνική Ορθόδοξη Μητρόπολις Γερμανίας» πέτυχε για πρώτη φορά, το 1974, την αναγνώρισή της ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας, που άνοιξε τον δρόμο για την αναγνώρισή της και στα άλλα κρατίδια της Δυτικής (τότε) Γερμανίας, μεταξύ των δικαιωμάτων που αποκτούσε ήταν η δυνατότητα της επιβολής «εκκλησιαστικού φόρου». Σε σχετική ερώτησή μου προς τον τότε Μητροπολίτη Γερμανίας, τον πολυσέβαστο και πολιό σήμερα πρώην Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίο (Γαλανάκη), μου απάντησε ότι κάτι τέτοιο είναι ξένο προς την ορθόδοξη παράδοση… Και το μόνο που επέτρεψε ήταν να θεσπιστεί προαιρετική μηνιαία εισφορά 5 μάρκων κατά οικογένεια!
Εκτός από ανεδαφική, μια τέτοια συζήτηση είναι όμως και εντελώς ανεπίκαιρη, εν όψει μάλιστα και της πρόσφατης κυβερνητικής αποφάσεως να καλύψει οικονομικώς 240 θέσεις ιμάμηδων για τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Και το μόνο που θα πετύχαινε τυχόν καθιέρωση εκκλησιαστικού φόρου για την αμοιβή των ορθόδοξων κληρικών θα ήταν να πεινάσουν 10.000 πολύτεκνες, κατά κανόνα, οικογένειες…
Τη διαχρονική συζήτηση, εξετέρου, για τη σχέση της Εκκλησίας με τη «δεξιά» και ιδιαιτέρως την ακροδεξιά έφερε και πάλι στο προσκήνιο πρόσφατο βιβλίο γνωστού διανοητή. Μέσα στις πολλές αλήθειες των σημειωμάτων του σπονδυλωτού αυτού αναγνώσματος, αναδύεται και η χιλιοειπωμένη, τεκμηριωμένη, αλλά καταλλήλως αποσιωπούμενη αλήθεια, ότι δηλαδή η δικτατορία των συνταγματαρχών (1967-1974) δεν ανέδειξε μόνο τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο Α’ (Κοτσώνη), αλλά και τον διάδοχό του, που εγκαθιδρύεται από τον «αόρατο» Ιωαννίδη, τον Σεραφείμ (Τίκα), ο οποίος, στη συνέχεια, «θα καταφέρει να εμφανισθεί ως οιονεί αντιστασιακός και θα αποταυτίσει την Εκκλησία με τη δεξιά… από ένα ένστικτο επιβίωσης, προσωπικής πρώτα και κύρια».
Βεβαίως, δεν θα πρέπει να υποτιμάται ότι τη (μετα)στροφή αυτή διευκόλυνε το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα, διακομματικά και διαχρονικά, ακριβώς διότι ήθελε να έχει καλές σχέσεις με τη διοικούσα Εκκλησία, αδιαφορώντας κυνικά για τα interna corporis της τελευταίας…
Τελικώς το ζήτημα δεν είναι όμως εάν η Εκκλησία, προφανώς ως διοικούσα και όχι ως θείο καθίδρυμα, ως οργανισμός και όχι ως εκκλησιολογικό μέγεθος, τείνει προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά.
Το κύριο και καίριο ερώτημα είναι εάν, ακριβώς υπό την έννοια αυτή, η Εκκλησία κινείται ή/και θέλει να κινηθεί προς τα εμπρός ή προς τα πίσω. Αν έχει τη δύναμη να προχωρήσει, μετά από γενναία αυτοκριτική, σε μεταρρυθμίσεις, όπως λ.χ. εκείνες που, εδώ και μία πενταετία, επαγγέλθηκε ο σημερινός προκαθήμενός της για την εκλογή των Αρχιερέων της ή την αξιοποίηση της περιουσίας της. Αυτό προϋποθέτει την ανάδειξη των δυνάμεων εκείνων που υπάρχουν μέσα στην Ιεραρχία και μπορούν να τις υλοποιήσουν.
Οι αποφάσεις όμως εξακολουθούν να λαμβάνονται, όπως πάντοτε συνέβαινε. Σε κλειστούς κύκλους. Από καμαρίλες. Από τους ίδιους και τους ίδιους ανθρώπους, τους εμπίστους και βολικούς. Αυτούς ακριβώς που εγγυώνται ότι τίποτε δεν θα αλλάξει στις δομές εξουσίας και καμία διαρθρωτική αλλαγή δεν θα συντελεστεί. Γι’ αυτό και «οι άνθρωποι» του ενός Αρχιεπισκόπου γίνονται συχνά άνθρωποι και του επομένου, πράγμα που διασφαλίζει τη μαγιά για να συνεχιστεί η απραξία, η αδιαφάνεια, η αναξιοκρατία και η ατιμωρησία.
Και οι μείζονες αποφάσεις, επίσης, εξακολουθούν να λαμβάνονται σε μυστικά ή φανερά δείπνα με τους εκάστοτε κρατούντες, σε ιδιωτικές συναντήσεις με αρχηγούς κομμάτων, συμπολιτευόμενων και αντιπολιτευόμενων, με οικονομικούς παράγοντες και εφοπλιστές. Ερήμην του απλού κλήρου και, βεβαίως, ερήμην του λαού του Θεού. Των πιστών. Οι οποίοι έχουν πλέον και οι ίδιοι πιστέψει ότι δεν έχουν κανέναν άλλον ρόλο μέσα στην Εκκλησία τους, στην Εκκλησία την οποία, μαζί με τον κλήρο, οι ίδιοι απαρτίζουν, παρά μόνον εκείνον του άπραγου θεατή…
Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ