Οι λεγόμενες Transition Studies (Σπουδές Μετάβασης) γεννήθηκαν αμέσως μετά την κατάρρευση των αυταρχικών καθεστώτων του ευρωπαϊκού Νότου σε Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και των αντίστοιχων λατινοαμερικανικών δικτατοριών περίπου μία δεκαετία μετά. Οντας εξαιρετικά δημοφιλές πεδίο έρευνας για ένα διάστημα, αυτές οι σπουδές προσπάθησαν να κωδικοποιήσουν και να συστηματοποιήσουν τις μεταβάσεις στη δημοκρατία, να αναλύσουν τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά και να αναδείξουν μοντέλα και αξιώματα σε σχέση με τα κριτήρια που καθορίζουν ποιες είναι επιτυχείς και ποιες όχι. Η κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού Σοσιαλισμού», το 1989, έδωσε το φιλί της ζωής σε έναν κλάδο που είχε αρχίσει να δείχνει σημάδια κορεσμού, προσφέροντας μία ακόμη μεγαλύτερη γκάμα από case studies, ανατολικοευρωπαϊκών αυτή τη φορά κρατών, στους κάθε λογής «μεταβασιολόγους» (transitologists). Παρ’ ότι η χώρα μας –όπως και η Ισπανία –θεωρήθηκε από πολύ νωρίς «μοντέλο» ομαλής μετάβασης, η παρούσα οικονομική κρίση που έπληξε τις δύο χώρες ταυτόχρονα δημιούργησε την ανάγκη επανεκτίμησης των μετα-αυταρχικών φαινομένων. Αυτό που μας διδάσκει και η πρόσφατη εμπειρία της Αργεντινής είναι πως σε περιόδους μεγάλων οικονομικών ανακατατάξεων οι μετα-αυταρχικές δομές που διαδέχτηκαν τις χούντες επανεξετάζονται με νέους και συχνά δυσμενέστερους όρους. Σε μια στιγμή βαθιάς κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής κρίσης, το πώς (επαν)εννοιολογούμε αυτό το πρόσφατο –και εν πολλοίς αχαρτογράφητο παρελθόν –αναδεικνύεται σε ζήτημα κεντρικής σημασίας. Η συγχρονική διάσταση των Σπουδών Μετάβασης –που ουσιαστικά αξιολογούσαν τις διαδικασίες εκδημοκρατισμού τη στιγμή που αυτές ήταν εν εξελίξει –δίνει πλέον τη θέση της σε μια προσέγγιση με μια μεγαλύτερη απόσταση χρόνου, τελώντας υπό το βάρος της παρούσας δραματικής συγκυρίας.
Αυτή η ανάγκη αναστοχασμού και επανεξέτασης οδήγησε το περιοδικό «Ιστορείν» στη διοργάνωση συνεδρίου με θέμα «Μεταπολίτευση: Από τη μετάβαση στη δημοκρατία στην οικονομική κρίση;» με τη σύμπραξη του Freie Universitaet του Βερολίνου και την υποστήριξη του ιδρύματος Friedrich Ebert. Κεντρικό ζητούμενο του συνεδρίου δεν ήταν τόσο η εμπειρική καταγραφή και η αρχειακή ανασύσταση αυτής της περιόδου όσο το άνοιγμα μιας ευρύτερης συζήτησης για το τι σηματοδοτούσαν οι αλλαγές που αυτή επέφερε σε όλα τα επίπεδα. Εθεσε το κρίσιμο ερώτημα του κατά πόσο οι όροι που χρησιμοποιούμε είναι δόκιμοι και το αν έφτασε η στιγμή να τους αλλάξουμε. Συσκοτίζει, για παράδειγμα, ή διαφωτίζει ο ίδιος ο όρος «Μεταπολίτευση» τη μελέτη του παρελθόντος; Γιατί, αν δούμε τις μεταβάσεις συγκριτικά, μόνο στην Ελλάδα χρησιμοποιούμε έναν τέτοιο όρο και ποιες είναι οι όποιες αναλυτικές αρετές που του έχουν απομείνει; Ηταν τελικά η Μεταπολίτευση μία πολιτειακή μεταβολή, μία μεταβατική περίοδος, ή ήταν όντως ένα ιστορικό πλαίσιο «μακράς διάρκειας» που διήρκεσε τέσσερις δεκαετίες, καθιστώντας την Ελλάδα –για άλλη μία φορά –μια υποτιθέμενη ιδιότυπη εξαίρεση; Και πώς ορίζουμε το (αενάως) φημολογούμενο τέλος της;
Μήπως τελικά αυτή η ετικέτα που υποδηλώνει ομοιογένεια θα άξιζε μια πιο προσεκτική εξέταση και την εισαγωγή νέων όρων; Το γεγονός πως πολλοί ερευνητές στο εν λόγω συνέδριο έκαναν λόγο για «πρώτη» ή «πρώιμη» Μεταπολίτευση, και για «ύστερη» ή «όψιμη», αλλά και το γεγονός ότι το 1974 αμφισβητήθηκε από κάποιους εισηγητές ως η απόλυτη τομή (σε επίπεδο κουλτούρας, νεολαίας, κινηματικών πρακτικών), αναδεικνύοντας τη ρευστότητα του ιστορικού γίγνεσθαι, καταδεικνύει ότι η μέχρι πρότινος περιοδολόγηση της περιόδου από την πτώση της χούντας ως σήμερα είναι προβληματική και ότι οφείλουμε να την αμφισβητήσουμε. Και αυτό γιατί βασίστηκε σε μια αμιγώς πολιτική ή θεσμική ανάγνωση των ιστορικών εξελίξεων, μη λαμβάνοντας υπόψη άλλα πεδία που άπτονται των πολιτισμικών πρακτικών, των συλλογικών συμπεριφορών και της ανάδυσης νέων κοινωνικών υποκειμένων. Η κατάτμηση λοιπόν της περιόδου αυτής σε επιμέρους υποχρονικότητες, όπως προτείνει και το πρόσφατο «Λεξικό της δεκαετίας του ’80», αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την καλύτερη κατανόησή της.
Αν υπάρχει τέλος κάτι που μας απασχόλησε σε αυτό το συνέδριο σε σχέση με την εν λόγω περίοδο είναι η συνειδητοποίηση πως επί πολλές δεκαετίες επιλέγαμε να θυμόμαστε συγκεκριμένα πράγματα σε σχέση με τη Μεταπολίτευση και να ξεχνάμε πολλά άλλα. Ποιες ήταν, για παράδειγμα, οι ελπίδες των ανθρώπων στην κρίσιμη περίοδο αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας; Ποια ήταν η θέαση της Ιστορίας από τα κάτω, σε μία μετάβαση που κρίθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις ελίτ; Και ποιοι ήταν οι ηττημένοι της Μεταπολίτευσης; Και, στον αντίποδα, ποια ήταν τα επιτεύγματά της και πώς μπορούμε να αποφύγουμε μία νέα ηγεμονική ανάγνωση που πριμοδοτεί τις αρνητικές κρίσεις θέτοντας υπό καθολική αμφισβήτηση και όσα μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν κεκτημένα της περιόδου αυτής; Ολα αυτά είναι ζητήματα που τέθηκαν με ένταση από μία πλειάδα νέων ερευνητών κατά τη διάρκεια αυτών των τριών ημερών, στο πλαίσιο μιας πρώτης προσπάθειας να ξεφύγουμε από τα μονοδιάστατα σχήματα που κρίνουν τη Μεταπολίτευση με όρους «επιτυχίας» ή «αποτυχίας» που μας εγκλώβισαν σε πολωμένα σχήματα και προβληματικές γενικεύσεις. Συμπερασματικά, παραφράζοντας τον τίτλο του στρογγυλού τραπεζιού που έκλεισε το συνέδριο και τον οποίο δανείζομαι γι’ αυτό εδώ το άρθρο, θα πρέπει να σταματήσουμε να «φοβόμαστε» τη Μεταπολίτευση και να προσπαθήσουμε να την ιστορικοποιήσουμε, υπερβαίνοντας προκατασκευασμένα μοντέλα που βασίζονται είτε στην άκριτη εξιδανίκευση είτε στην απόλυτη δαιμονοποίησή της.

Ο κ. Κωστής Κορνέτης διδάσκει Σύγχρονη Ιστορία στο Κέντρο Ευρωπαϊκών και Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ