Στην πρώτη πραγματικότητα, οι ημέρες δεν έχουν σημασία. Μπορεί να είναι Δευτέρα, μπορεί να είναι Σάββατο, μπορεί και Κυριακή. Καμία διαφορά, όλες οι ημέρες μοιάζουν. Οι άνθρωποι είναι μπερδεμένοι, φοβισμένοι, εκνευρισμένοι και αμήχανοι. Οταν πάνε σε κάτι μίζερα γραφεία εργασίας, οι μεγαλύτεροι βάφουν τα μαλλιά τους με βερνίκι και προσέχουν να μην ιδρώσουν για να μη λερωθεί το πουκάμισο με τη βαφή. Προσπαθούν να φανούν νεότεροι, πιο παραγωγικοί, λιγότερο απαιτητικοί, μπας και βρούνε δουλειά. Αυτός ο κόσμος είναι ο κινηματογράφος, από την ταινία του 2002 «Δευτέρες με λιακάδα» («Los lunes al Sol»). Ο πρωταγωνιστής Χαβιέρ Μπαρδέμ είναι άνεργος στην Ισπανία. Θέλει να δουλέψει – όχι να πλουτίσει –, απλώς να δουλέψει και δεν μπορεί. Εχει νεύρα. Και δίκιο.

Στη δεύτερη πραγματικότητα, η ρουτίνα έχει σημασία. Ο μεσοαστός εργαζόμενος, όταν μαθαίνει πως μάταια πήγαινε για 15 χρόνια στο ίδιο γραφείο, καλοξυρισμένος με το κοστουμάκι και την όρεξή του, όταν απολύεται επειδή η εταιρεία δεν έχει όρεξη πια να τον πληρώνει, συνεχίζει να φεύγει κάθε ημέρα, την ίδια ώρα, για το γραφείο. Οχι μόνο για να μη σκουριάσει, αλλά και για να μη μάθει τίποτε η γυναίκα του και μικρύνει (και άλλο) στα μάτια της. Κάποια στιγμή, το μυαλό του γυρνάει. Εντοπίζει πιθανούς ανταγωνιστές και τους καθαρίζει έναν έναν με τσεκούρι. Η ρουτίνα της εργασίας στην κρίση είναι δύσκολη και στο τέλος θα νικήσει ο πιο σκληρός. Σε αυτόν τον φαντασιακό κόσμο, ο Κώστας Γαβράς γυρίζει την ταινία «Το τσεκούρι» («Le couperet») το 2005, δείχνοντας πως όταν τα πράγματα ζορίσουν, η κανονικότητα δεν μπορεί να τα ελέγξει.

Η ανεργία είναι θέμα. Είναι απειλή, είναι εχθρός, είναι πίεση, είναι μούδιασμα και αφορμή για ψυχολογικές αναζητήσεις. Προκαλεί νεύρα, εμπνέει τους σκηνοθέτες, μελαγχολεί τους αρθρογράφους, γίνεται θλιβερό ρεπορτάζ στην τηλεόραση, ένα ενοχλητικό ερωτηματικό για το μέλλον. Μακριά από την πραγματικότητα του κινηματογράφου, στον κανονικό κόσμο, τα πράγματα θα έπρεπε να είναι πιο φυσιολογικά, να τα βλέπαμε στις ταινίες και να λέγαμε αυτά γίνονται μόνο στον (sic) σινεμά. Δεν είναι.

Στον κανονικό κόσμο, λίγες ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα, το Λύκειο Πύλης Τρικάλων οργάνωσε λαχειοφόρο αγορά για να πετύχει τον απόλυτο στόχο όλων των λυκείων της ελληνικής επικράτειας: να οργανώσουν την τέλεια πενταήμερη εκδρομή. Μέχρις εδώ όλα καλά. Το μεγάλο έπαθλο της αγοράς, όμως, ήταν σχεδόν σοκαριστικό: μια σύμβαση εργασίας έξι μηνών σε σουπερμάρκετ των Τρικάλων. Τυχερή ήταν η σύζυγος του καθηγητή Μαθηματικών του λυκείου, αλλά έδωσε το δικαίωμα για δουλειά σε κάποιον που το είχε ανάγκη. Μια ταινία θα μπορούσε να αρχίζει με αυτή τη μελαγχολική σκηνή.

Στον κανονικό κόσμο, υπάρχουν ειδήσεις όπως η πρόταση που ξέφυγε από τον πρώην υπουργό Πέτρο Δούκα. Με γραφή που θύμιζε έκθεση ιδεών μαθητή γυμνασίου, φόρεσε τον μανδύα του Φράνκλιν Ρούζβελτ και έγραψε την πρότασή του: «Get Greece Back to Work. 90+ Προτάσεις για ένα ελληνικό New Deal II».

H πρότασή του για εθελοντική εργασία ανέργων ακολουθεί: «Είναι σημαντικό οι άνεργοι με την εθελοντική εργασία να ξετριφτούν, να μπούνε σε κάποια δράση, έστω και ταπεινή. Να έρθουν σε επαφή με τους αυριανούς εργοδότες. Από το να μαζεύουν ελιές (χιλιάδες τόνοι παραμένουν αμάζευτες) ή άλλα αγροτικά προϊόντα, να καθαρίσουν τις παραλίες ή δρόμους, να φυτέψουν δένδρα, να κάνουν βοηθητικές εργασίες σε τεχνικά έργα, σε μαγαζιά, συνεργεία, επιχειρήσεις, ανάλογα με την ηλικία, τις δεξιότητες, την έφεση και την όρεξη του καθενός. Ταυτόχρονα, να ζητηθεί από τις επιχειρήσεις αν θα τους ενδιέφεραν κάποιοι εργάτες ή υπάλληλοι για τρεις μήνες χωρίς επιβάρυνση».

Το μικρό ενδεχόμενο οι άνθρωποι να μη δουλεύουν δωρεάν, γιατί μόνο με την αμειβόμενη δουλειά τους μπορούν να ζήσουν, ίσως να μην πέρασε από το μυαλό του πορφυρογέννητου υπουργού. Εκείνο που ουσιαστικά προτείνει δεν είναι ψυχολογική βοήθεια («δούλεψε για να αισθανθείς καλύτερα»). Προτείνει την κατάρρευση της αξίας της εργασίας, αφού αν πολλοί αποδεχθούν να εργαστούν δωρεάν, γιατί να υπάρχουν άλλοι που να πληρώνονται; Προφανώς, ο κ. Δούκας εκτιμά ότι η εργασία δεν είναι δικαίωμα, αλλά προνόμιο. Και ως εκπρόσωπος του (παλιού) πολιτικού συστήματος συμπληρώνει με προσβολές την καταστροφή που όλοι μαζί έχουν προκαλέσει.

Στην ελληνική πραγματικότητα του 26% της ανεργίας (στους νέους φτάνει στο 57,6%) το να μην έχεις δουλειά δεν είναι κινηματογραφικό. Το να θες να δουλέψεις και να μην μπορείς, ρουτίνα. Το να δουλεύεις και να μην πληρώνεσαι, αυτό το ενδιάμεσο ταπεινωτικό στάδιο, είναι κάτι που δεν μετριέται από κανέναν. Το να φοβάσαι να απολυθείς γιατί ξέρεις πως βουτάς στο πουθενά, πολυτέλεια, αφού ακόμη δουλεύεις, μη μιλάς είσαι τυχερός. Το να σε εξοργίζουν όλα αυτά, χαμένη ενέργεια.

Και το να βλέπεις ποιοι ψάχνουν τις λύσεις, απελπισία.