Η ανακοίνωση τουEurogroup της 27ης Νοεμβρίου περιείχε απρόσμενα μία παράγραφο που αφορά μερικές χιλιάδες έλληνες αποταμιευτές: «ΤοEurogroupθεωρεί ότι κατά την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, θα πρέπει να λάβουν χώρα πράξεις διαχείρισης παθητικού ως προς τους εναπομείναντες ομολογιούχους μειωμένης εξασφάλισης».

Μια ένδειξη για το τι θα πει αυτό σε (λίγο πιο) απλά ελληνικά περιέχεται στο σχέδιο έκθεσης της τρόικας που διέρρευσε λίγες μέρες αργότερα: «Με βάση το δεύτερο μνημόνιο, οι τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες αναμένεται να λάβουν ακόμη 23 δισ. κατά το πρώτο τρίμηνο του 2013. Αυτές οι τράπεζες αναμένεται να προβούν σεπράξεις διαχείρισης παθητικού ως προς τα υβριδικά τους κεφάλαια. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι πράξεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των βασικών ιδίων κεφαλαίων κατά €600 εκατομμύρια, μειώνοντας τις χρηματοδοτικές ανάγκες του μνημονίου».

Σε (πραγματικά) απλά ελληνικά: Τα νούμερα για τη χρηματοδότηση της Ελλάδας βγαίνουν δύσκολα. Για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών χρειάζονται περί τα €23 δισ. Αν κουρέψουμε τους ομολογιούχους μειωμένης εξασφάλισης κατά €600 εκατομμύρια, μειώνεται ισόποσα ο λογαριασμός της ανακεφαλαιοποίησης. Πώς θα γίνει, όμως αυτό;

Κατ’ αρχάς, είναι σαφές ότι το κούρεμα δεν μπορεί να γίνει νομοθετικά, όπως στην περίπτωση τουPSI, διότι οι εκδόσεις αυτές υπάγονται κατά κανόνα σε αλλοδαπά δίκαια.Θα πρέπει άρα να γίνει με δημόσιες προτάσεις,όπως είχε επιχειρηθεί με μερική επιτυχία και στις αρχές του 2012. Το ερώτημα, βέβαια, είναι ποια πρέπει να είναι η στάση των ιδιωτών επενδυτών στις προτάσεις αυτές.

Τι ακριβώς όμως είναι αυτά τα τραπεζικά ομολογιακά δάνεια μειωμένης εξασφάλισης και τα λοιπά υβριδικά προϊόντα; Με κίνδυνο υπεραπλουστεύσεως, μπορεί να τα περιγράψει κανείς ως ομόλογα με εκδότη την τράπεζα, τα οποία όμως πληρώνουν κεφάλαιο και τόκους μόνο εφόσον τα ίδια κεφάλαια της τράπεζας είναι, κατά τη νομοθεσία, επαρκή. Αν η τράπεζα παρουσιάζει ζημίες και δεν μπορεί να αυξήσει με άλλο τρόπο τα κεφάλαιά της (π.χ., με έκδοση νέων κοινών μετοχών και διάθεσή τους με δημόσια εγγραφή) τότε ο χαρακτήρας τους ως τίτλων σταθερού εισοδήματος (δηλαδή, η καταβολή συγκεκριμένων ποσών σε τακτές ημερομηνίες) τίθεται εν αμφιβόλω και προσλαμβάνουν χαρακτηριστικά κοινών μετοχών: στην περίπτωση αυτή, η απόδοσή τους εξαρτάται πλέον από την πορεία των εργασιών της τράπεζας.

{{{ moto }}}

Σήμερα, και μετά τις εκτεταμένες επαναγορές των αρχών του έτους, βρίσκονται σε κυκλοφορία περί τα €2,8 δισ. από τα προϊόντα αυτά. Οι τράπεζες τα παρουσίαζαν συχνά στους πελάτες τους ως αποταμιευτικά, με υψηλότερη όμως απόδοση και με τη «σφραγίδα» μιας μεγάλης ελληνικής τράπεζας.

Το αν και κατά πόσο η πώληση τέτοιων προϊόντων ως αποταμιευτικών ικανοποιούσε, ως προς την πλειοψηφία τουλάχιστον των πελατών, τα κριτήρια καταλληλότητας και συμβατότητας του άρθρου 25§4 του ν. 3606/2007 είναι ένα ερώτημα. Η ανωτέρω διάταξη απαιτεί όσοι παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες να διασφαλίζουν ότι οι επενδυτικές συμβουλές που παρέχουν και τα επενδυτικά προϊόντα που πωλούν είναι κατάλληλα για τον συγκεκριμένο επενδυτή και συμβατά με τις ανάγκες του και τους επενδυτικούς στόχους τους. Σε αντίθετη περίπτωση έχουν υποχρέωση να αποζημιώσουν τον πελάτη τους για τυχόν ζημία του.

H αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι ιδιώτες πελάτες δεν ήταν καν σε θέση να αντιληφθούν τι ήταν αυτό που αγόραζαν. Μια ματιά στα ενημερωτικά δελτία των προϊόντων αυτών θα αρκούσε για να πείσει γι αυτό και τον πιο δύσπιστο. Πολλοί πελάτες είχαν βέβαια είχαν κληθεί από τις τράπεζες να υπογράψουν έγγραφα, βάσει των οποίων είχαν αναλάβει οι ίδιοι τον κίνδυνο από τη επικείμενη συναλλαγή, αφού είχαν λάβει σχετικές προειδοποιήσεις περί μη συμβατότητας. Οι όροι αυτοί των σχετικών συμβάσεων είναι πιθανόν όμως να μπορούν να κριθούν ως καταχρηστικοί, σύμφωνα με τη νομοθεσία περί προστασίας καταναλωτή.

Το ερώτημα που απαιτεί άμεση απάντηση είναι τι οφείλει να πράξει ο επενδυτής στις δημόσιες προτάσεις επαναγοράς των τίτλων αυτών που προαναγγέλλει η απόφαση του Eurogroup. Παρότι δε γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή τους όρους της επαναγοράς, κάθε επενδυτής, πριν λάβει την απόφασή του, πρέπει να γνωρίζει:
1. Τι ακριβώς είναι το προϊόν που έχει στα χέρια του. Αν δεν είναι σε θέση να κατανοήσει ο ίδιος το σχετικό ενημερωτικό δελτίο, πρέπει να απευθυνθεί σε ειδικούς.
2. Εάν η εκδότρια έχει, αμέσως ή εμμέσως, δικαίωμα εξαγοράς των τίτλων αυτών. Η απάντηση μπορεί να ποικίλει ανάλογα με τη συγκεκριμένη έκδοση.
3. Εάν η τράπεζα στην οποία απευθύνεται για να λάβει επενδυτικές συμβουλές είναι η ίδια με την εκδότρια του προϊόντος, ότι πιθανόν να υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των ρόλων του εκδότη των συγκεκριμένων προϊόντων και του παρόχου επενδυτικών συμβουλών.

Ως γενική αρχή πάντως που οφείλει να γνωρίζει ο κάτοχος των προϊόντων αυτών (πάντοτε με τον κίνδυνο υπεραπλούστευσης και με την επιφύλαξη των όρων της συγκεκριμένης έκδοσης),οι κοινοί μέτοχοι δεν μπορούν να λάβουν μέρισμα,αν δεν αποπληρωθούνπρώτα τα προϊόντα αυτά.

Η αρχή αυτή πρέπει να αποτελέσει οδηγό σε κάθε επενδυτική απόφαση.