Η πολιτική ζωή του τόπου μεταπίπτει πολύ εύκολα σε δύο άκρα: από την εξέγερση στη σκανδαλολογία και από τη σκανδαλολογία στην εξέγερση. Και τα δύο αποτελούν ριζικές αμφισβητήσεις του πολιτικού συστήματος, τροφοδοτώντας η μία την άλλη: οι κατακρημνιστές «Αγανακτισμένοι» που ήθελαν να καεί η Βουλή υποστήριζαν ότι το σύστημα είναι σάπιο και δεν επιδέχεται μεταρρύθμιση, η αντιπολίτευση επέλεγε τη σκανδαλολογία ως αιχμή της τακτικής της, προσαρμοζόμενη στο εξεγερσιακό κλίμα, και οι νέες αποκαλύψεις τροφοδοτούσαν την εξεγερσιακή κατακρημνιστική διάθεση.
Είναι κοινός τόπος στις συζητήσεις σε παρέες, καφενεία, ταξί ότι τα προβλήματά μας οφείλονται στο ότι οι κυβερνώντες «τα έφαγαν». Οτι δεν είναι δυνατόν οι διεφθαρμένοι πολιτικοί, επιχειρηματίες, δημόσιοι υπάλληλοι να «έφαγαν» 300 δισ. ευρώ, όσο ήταν το χρέος της χώρας όταν άρχισε η οδύσσεια των μνημονίων, τίθεται εκτός συζήτησης, δεν έχουν τύχη τα ορθολογικά επιχειρήματα όταν κυριαρχούν το μίσος και η οργή. Οι δυσλειτουργίες πολιτικού συστήματος, κράτους και κοινωνίας που οδήγησαν στην κρίση ξεχνιούνται, στη μνήμη μένουν μόνο τα σκάνδαλα και η εξέγερση.
Για παράδειγμα, στις σημερινές συζητήσεις για τη «λίστα Λαγκάρντ» κυριαρχούν τα ερωτήματα πότε και από ποιον παραποιήθηκε, ερωτήματα φυσικά κρίσιμα για την απόδοση πολιτικών και ποινικών ευθυνών, αλλά το ζήτημα ότι η λίστα δεν χρησιμοποιήθηκε από τους φοροελεγκτικούς μηχανισμούς για την αύξηση των δημοσίων εσόδων, όπως έγινε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ξεχνιέται. Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί τον Βαγγέλη Βενιζέλο ότι είχε «στο μαξιλάρι του» για έναν ολόκληρο χρόνο τη λίστα, προσθέτει: «κατά τον οποίο έγιναν δύο κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις», υπονοώντας ότι «αξιοποίησε» τη λίστα για αθέμιτους προεκλογικούς σκοπούς. Το κοινό μέτωπο της άκρας Δεξιάς από την άλλη ζητεί την κεφαλή πρωθυπουργών γιατί «απέκρυψαν» τη λίστα, σαν το θέμα να ήταν να παραδοθούν βορά στην κοινή γνώμη τα πρόσωπα που αναφέρονται εκεί.
Και στις δύο περιπτώσεις υποβαθμίζεται, αν δεν ξεχνιέται εντελώς, η βασική πολιτική ευθύνη των Παπακωνσταντίνου – Βενιζέλου για τη μη χρησιμοποίηση της λίστας για τους λόγους που παραδόθηκε: την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Ακόμα και όταν το θέμα της φοροδιαφυγής αναδεικνύεται, συνοδεύεται από την καταγγελία ότι αφορά «πρόσωπα της διαπλοκής», λες και πρόκειται για αριστοκρατικό σπορ στο οποίο επιδίδονται μόνο δημόσια πρόσωπα και όχι εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες, από μικροεπαγγελματίες ως εκατομμυριούχους. Τις 55.000 συντάξεις που καταβάλλονταν σε νεκρούς και κόστιζαν 500.000.000 ευρώ τον χρόνο τις εισέπρατταν άραγε εφοπλιστές; Το γεγονός ότι στην επαρχία αποδείξεις και τιμολόγια είναι είδη που έτσι ή αλλιώς δεν ευδοκιμούσαν και τώρα έχουν εξαφανιστεί, είναι αποτέλεσμα της διαπλοκής;
Φαίνεται όμως πως ο καιρός των αδιέξοδων ισοπεδωτικών εξεγέρσεων έχει περάσει, η σκληρή πραγματικότητα της κρίσης άρχισε να γίνεται δεκτή και να αναζητούνται ορθολογικές διαδικασίες αντιμετώπισής της από όσους πίστευαν ότι θα την εξορκίσουν με συνεχείς διαδηλώσεις, απεργίες και διανυκτερεύσεις στην πλατεία Συντάγματος –η σκανδαλολογία όμως παραμένει και αν δεν τροφοδοτεί πλέον εξεγέρσεις αυτό που καταφέρνει είναι να κρύβει τα πραγματικά προβλήματα και να διαιωνίζει τις λειτουργίες του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος.
Μπορεί να το θέλει ο λαός, αλλά το ζήτημα δεν είναι αν θα βρεθούν μερικοί ακόμη πολιτικοί να κάνουν παρέα στον Ακη Τσοχατζόπουλο –το ζήτημα είναι αν θα υπάρξουν οι θεσμικές αλλαγές που θα εμποδίζουν την εμφάνιση «τσοχατζόπουλων». Η σκανδαλολογία εμποδίζει αυτές τις αλλαγές, επικεντρωνόμενη στις ευθύνες προσώπων και όχι στις δυσλειτουργίες θεσμών. Η τρόικα επέβαλε θεσμικές αλλαγές μόνο σε ό,τι αφορά τα δημόσια οικονομικά, τις εισπράξεις, τις δαπάνες, τον περιορισμό της προφανούς σπατάλης στα νοσοκομεία ή σε επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές. Η τρόικα δεν μπορεί να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο εγκαταστάθηκαν οι κκ. Καπελέρης, Διώτης, Στασινόπουλος ως επικεφαλής του ΣΔΟΕ, δεν μπορεί να επιβάλει τον τρόπο επιλογής περιφερειακών διευθυντών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης όπου κάθε έννοια αξιοκρατικής διαδικασίας καταλύθηκε χάριν κομματικών συμψηφισμών των κυβερνώντων κομμάτων. Τελειώσαμε, για την ώρα, με τον δικομματισμό, αλλά Plus ça change, plus c’ est la meme chose, που λένε και οι Γάλλοι: όσο πιο πολύ αλλάζουν τα πράγματα τόσο μένουν τα ίδια.
Η σκανδαλολογία διευκολύνει τη διαιώνιση της σκανδαλώδους λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Στην πραγματικότητα λειτουργεί σαν βαλβίδα ασφαλείας, εκτινάσσει πρόσωπα για να συνεχιστεί ακίνδυνα το μαγείρεμα της σούπας. Είχαμε την ατυχία η Αριστερά στη χώρα μας να εκπροσωπηθεί στην κρίση από τον ΣΥΡΙΖΑ, που εγκολπώθηκε τον εξεγερσιακό ισοπεδωτισμό αντί να γίνει δύναμης αλλαγής της κοινωνίας και εκσυγχρονισμού του πολιτικού συστήματος. Το βασικό πολιτικό επιχείρημα ήταν: «Πιστεύετε αυτούς τους διεφθαρμένους διαπλεκόμενους που μας έφεραν ως εδώ;». Και από τους οργανικούς διανοούμενούς του διαβάσαμε απίστευτες θεωρίες για το πώς η διαλεκτική της Ιστορίας οδηγεί στο να ξεκινήσει από την Ελλάδα η επανάσταση που θα σώσει την Ευρώπη και τον κόσμο από τον νεοφιλελευθερισμό.
Πρέπει μελαγχολικά να παρατηρήσουμε ότι η χώρα μπορεί να διασώθηκε από την πλήρη κατάρρευση και την επιστροφή στη δραχμή, αλλά δεν απαλλάχθηκε από τα αίτια που την οδήγησαν εκεί –πρωτίστως το διεφθαρμένο, πελατειακό, πανίσχυρο απέναντι στην οικονομία και την κοινωνία, πολιτικό της σύστημα που διαχειρίζεται τα δημόσια πράγματα ως ιδιωτικά. Η σκανδαλολογία, μεταξύ άλλων, αποτελεί δύναμη συντήρησής του, αλλά η βασική είναι πως από την ακρότατη Δεξιά ως την ακρότατη Αριστερά, όλα τα κόμματα θέλουν να μείνουν πανίσχυρα και ανεξέλεγκτα. Η πραγματική θέληση για αλλαγή αναζητεί ακόμα φορέα και πρόσωπα.
Psychoyos@tovima.gr

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ