Αν και τραυματισμένη από έλλειψη αξιοπιστίας, η σύγχρονη πολιτική ηγεσία επιδίδεται σε περίεργους ευφημισμούς για τα προγράμματά της: ο «Ξένιος Ζευς» για την ξενηλασία ή η «Αθηνά» για τη συγχώνευση των πανεπιστημιακών τμημάτων. Τον τελευταίο καιρό μάλιστα η Αθηνά μονοπωλεί το ενδιαφέρον των ακαδημαϊκών κύκλων, οι οποίοι προσπαθούν να σχεδιάσουν ή απλώς να μαντέψουν τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε η τριτοβάθμια εκπαίδευση να αναδιαρθρωθεί με όρους εταιρικών ή τραπεζικών διαδικασιών.
Υπό τις παρούσες συνθήκες είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς το ορθολογικό στοιχείο ενός επιβεβλημένου από τα οικονομικά μεγέθη μετασχηματισμού από τη λογική της νεοφιλελεύθερης αγοράς που θέλει ένα επιχειρηματικό Πανεπιστήμιο, όπως τείνει να διαμορφωθεί σήμερα λ.χ. στην Αγγλία με τα δυσβάστακτα δίδακτρα. Τα παιδιά της Αθηνάς πρέπει να είναι ορθολογικά, ευπροσάρμοστα και παραγωγικά, τουτέστιν να υπακούουν στις κανονικότητες που προτάσσει η πολιτική οικονομία, να μπορούν να αντεπεξέλθουν ακόμα και σε συνθήκες μηδενικής βάσης στους προϋπολογισμούς τους και να μεγιστοποιήσουν την αποδοτικότητά τους με παράλληλη μείωση του κόστους παραγωγής.
Δίπλα όμως στα καλά παιδιά της Αθηνάς υπάρχουν και τα αποπαίδια, τα δυσπροσάρμοστα και «αντιπαραγωγικά» παιδιά, που κινούνται στον χώρο των ανθρωπιστικών σπουδών και παραμένουν προσκολλημένα στα περί του ανθρώπου ερωτήματα, στη μακραίωνη παράδοση του ανθρωπισμού, αλλά και του αντιανθρωπισμού ή της κλασικής γερμανικής φαινομενολογίας. Η παρουσία τους και ο κίνδυνος που διατρέχουν όλο και πιο έντονα μας κάνουν να προσεγγίσουμε ξανά τη λογική της Αθηνάς, έστω ως προς ορισμένες πτυχές της.
Τα νομικά της ερείσματα δίνουν τη δυνατότητα μεταβολής της έδρας, συγχώνευσης, κατάτμησης, μετονομασίας, ακόμα και κατάργησης τμημάτων, σχολών ή και ολόκληρων πανεπιστημίων, εφόσον (α) εξυπηρετούνται «αναπτυξιακοί» στόχοι της ανώτατης εκπαίδευσης (δεν διευκρινίζονται ποιοι είναι αυτοί) και συγκροτούνται νέα επιστημονικά και διεπιστημονικά πεδία (κάτι που γινόταν και χωρίς την επίνευση της Αθηνάς)· (β) επιβάλλεται «από τον δυσανάλογα μεγάλο ή μικρό ετήσιο αριθμό φοιτητών ή αποφοίτων ανά καθηγητή» (δηλαδή το εξής απίθανο, ότι ο μεγάλος αριθμός φοιτητών θα οδηγήσει στην ίδρυση νέου Τμήματος (!), ενώ ο μικρός αριθμός μπορεί να καταργήσει και το ήδη υπάρχον)· (γ) «η λειτουργία μεμονωμένων ΑΕΙ, Σχολών ή Τμημάτων δεν δικαιολογείται επιστημονικά και, αντιθέτως, δυσχεραίνει την έρευνα και τη διδασκαλία στα αντίστοιχα γνωστικά πεδία»· (δ) όλες αυτές οι μεταβολές είναι σύμφωνες με τις ανάγκες και τις δυνατότητες της εθνικής οικονομίας.
Το πρώτο κριτήριο είναι ασαφές ως προς το πρώτο του σκέλος και άστοχο ως προς το δεύτερο. Το δεύτερο κριτήριο συναρτάται με την παράμετρο του είδους των εισαγωγικών εξετάσεων και του βαθμού κινητικότητας που επιτρέπουν οι σπουδές στο πλαίσιο της σχολής. Το τρίτο κριτήριο έχει μια κάπως απροσδιόριστη στόχευση, ενώ το τέταρτο, έχοντας ως σύμμαχο τον κοινό νου, είναι τόσο ισχυρό, ώστε τα πρώτα τρία μοιάζουν απλώς προεξαγγελτικές παραθέσεις του.
Εάν δεν είναι έτσι τα πράγματα, εάν η Πολιτεία προτίθεται όντως να αναδιατάξει τον ακαδημαϊκό χάρτη της χώρας με ορθολογικό τρόπο και όχι με κομματικά και συντεχνιακά κριτήρια, θα φανεί τους επόμενους μήνες. Θα φανεί από το εάν παραμείνουν δύο πανεπιστήμια στο ίδιο γεωγραφικό διαμέρισμα ή δύο και τρία ομοειδή τμήματα σε μια περιοχή 200 χιλιομέτρων, από το εάν οι συγχωνεύσεις που θα προκύψουν θα παρουσιάζουν ουσιαστική συνοχή και συνάφεια γνωστικών αντικειμένων ή εάν θα είναι προϊόν υποκειμενικών επιδιώξεων και «τοπικών» προτιμήσεων χωρίς ενιαίο χαρακτήρα. Φοβούμαι όμως ότι αφενός δεν υπάρχει κάποια ενιαία και συνεκτική σκέψη κριτηρίων και μετασχηματισμού και αφετέρου ότι όλα προμηνύουν προειλημμένες αποφάσεις απλώς για να μειωθούν οι προϋπολογισμοί. Αυτοί με τη σειρά τους, όταν προϋποτίθενται ως κυρίαρχο κριτήριο εκπαιδευτικής πολιτικής, συνεπάγονται την εμφάνιση και στην Ελλάδα των επιχειρηματικών πανεπιστημίων, τα οποία ωστόσο, καθώς απουσιάζουν οι γενικές οικονομικές προϋποθέσεις, θα έχουν ως συνέπεια, στην καλύτερη περίπτωση, τη δημιουργία καχεκτικών κακεκτύπων.
Ομως το πανεπιστήμιο δεν είναι επιχείρηση επειδή δεν μπορεί να ευθυγραμμίζεται με τις πολιτικές και οικονομικές νόρμες μιας κοινωνίας. Το πανεπιστήμιο είναι πανεπιστήμιο στον βαθμό που μπορεί και αντιπαρατίθεται στις θεσμικές και ιδεολογικές εξουσίες, που μπορεί και παραμένει αδέσμευτο από τις επιδιώξεις των εθνικών και διεθνών οικονομικών δυνάμεων, που μπορεί και παραμένει στην υπηρεσία της κοινωνίας και των πολιτών, όχι της οικονομίας και των καταναλωτών. Γι’ αυτό και του είναι πάντα απαραίτητες οι ακμαίες ανθρωπιστικές σπουδές: αυτές εγείρουν την αξίωση της ελεύθερης ερωτηματοθεσίας, της σκέψης άνευ όρων, όπως υποστήριξε και ο Derrida. Οπως το θέατρο είναι στη βαθύτερη ουσία του ένα πειραματικό εργαστήριο της ανθρώπινης πραγματικότητας, έτσι και το πανεπιστήμιο είναι ένα θέατρο όπου επιτελείται καθημερινά η δημόσια δέσμευση για απεριόριστη και απροϋπόθετη κριτική σκέψη και φαντασία, για συνεχή εμβάθυνση της δημοκρατίας και αποδοχή του άλλου στην καρδιά του εαυτού.
Δυστυχώς όμως αυτά είναι τα αποπαίδια της Αθηνάς. Εάν η παραμέλησή τους κατά τα προηγούμενα χρόνια οδήγησε τη χώρα στη διαφθορά και στην ιδιωτεία, η περιθωριοποίηση και ο εξοβελισμός τους τι θα μπορούσε να προκαλέσει;
Ο κ. Γιώργος Π. Πεφάνης είναι επίκουρος καθηγητής Θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ