Ο Θεόδωρος Πάγκαλος σε πρόσφατα άρθρα του στο «Βήμα της Κυριακής» αναφέρεται και στον σταυρό προτιμήσεως, τον οποίο αποκαλεί «σπονδυλική στήλη της φαυλοκρατίας». Ορθώς δε αποδίδει στον «σταυρό» την πελατειακή σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ πολίτη και πολιτευόμενου, που αποτελεί και τη βασική αιτία της φαυλότητας. Προσυπογράφω όλα τα παραπάνω.
Διαφωνώ όμως με τη θεραπεία την οποία προτείνει: την κατάργηση του σταυρού προτίμησης με την εισαγωγή στην πολιτική μας ζωή του γερμανικού εκλογικού συστήματος με ορισμένες βελτιώσεις.
Πιο συγκεκριμένα: η πρόταση Πάγκαλου προβλέπει 100 βουλευτές (που ονομάζονται Επικρατείας) που θα εκλέγονται (προφανώς με λίστα) σε δύο εκλογικές περιφέρειες, Νότια και Βόρεια Ελλάδα. Διερωτώμαι πώς θα γίνει η επιλογή των υποψηφίων και πώς θα καθορισθεί η σειρά στην οποία ο καθένας θα τοποθετηθεί, στοιχείο από το οποίο θα εξαρτηθεί και η εκλογή του. Πιθανότατα θα ακολουθηθεί ό,τι συμβαίνει σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη: η εκλογή θα γίνει από κάποιο πολυμελές κομματικό όργανο.
Αλήθεια, σ’ αυτή την περίπτωση μπορεί κανείς να αποκλείσει ότι μεταξύ του εκλέκτορος και του υποψηφίου δεν θα υπάρξει συναλλαγή;
Οι υπόλοιποι «200 βουλευτές θα εκλέγονται σε μονοεδρικές περιφέρειες την πρώτη Κυριακή με απόλυτη πλειοψηφία (50,1%) ή έπειτα από μια εβδομάδα μεταξύ των δύο πλειονοψηφισάντων στον πρώτο γύρο». Στην περίπτωση αυτή που υπάρχουν μάλιστα δύο γύροι εκτιμώ ότι θα υπάρξει αριθμός ψηφοφόρων που θα διεκδικήσουν με αντάλλαγμα την ψήφο τους συγκεκριμένη εξυπηρέτηση (γράφε ρουσφέτι). Και μάλιστα στον δεύτερο γύρο, αν η διαφορά σε ψήφους των δύο υποψηφίων είναι μικρή, τότε οι απαιτήσεις των ψηφοφόρων θα είναι αριθμητικά αλλά και ποιοτικά πολύ μεγαλύτερες.
Ετσι και στις δύο κατηγορίες των βουλευτών –και στους βουλευτές Επικρατείας και στους βουλευτές των μονοεδρικών περιφερειών –είναι προφανές ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί η συναλλαγή.
Παρά ταύτα, πιστεύω ότι η άποψη την οποία υποστηρίζει ο Θ. Πάγκαλος θα βελτιώσει κάπως την κατάσταση αλλά το πελατειακό κράτος θα εξακολουθήσει να υπάρχει. Διότι όπου παρεμβαίνει ο ανθρώπινος παράγοντας η συναλλαγή δεν μπορεί να αποκλεισθεί.
Ενας μόνο τρόπος, κατά την άποψή μου, υπάρχει για να χτυπηθούν οι πελατειακές σχέσεις. Είναι δεδομένο άλλωστε ότι το μεγαλύτερο μέρος των «διευκολύνσεων» διενεργείται από τα γραφεία των υπουργών και αφορούν είτε συναλλαγή του υπουργού με ψηφοφόρους του είτε εξυπηρετήσεις του υπουργού προς συναδέλφους του βουλευτές. Αν λοιπόν καθιερωθεί ότι ο βουλευτής γινόμενος υπουργός θα παραιτείται αμέσως από το βουλευτικό αξίωμα και ακόμη ότι ο υπουργός δεν θα μπορεί να είναι υποψήφιος σε καμία απολύτως εκλογική περιφέρεια στις αμέσως προσεχείς βουλευτικές εκλογές, είναι μάλλον βέβαιον ότι τα υπουργικά γραφεία θα παύσουν να ασχολούνται με «εξυπηρετήσεις».
Η ρύθμιση αυτή θα πρέπει να περιβληθεί συνταγματική ισχύ. Αλλά για να αντιμετωπισθεί άμεσα το θέμα χρειάζεται νομοθετική ρύθμιση ώσπου να υπάρξει η επόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος. Αντιλαμβάνομαι ότι η λύση αυτή δεν θα γίνει εύκολα αποδεκτή από τους βουλευτές. Αλλωστε την ίδια τύχη είχε ανάλογη πρότασή μου κατά την αναθεώρηση του 2000 (βλ. Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης «Η Ελλάδα μπροστά στο 2000. Ενα νέο συνταγματικό πλαίσιο», εκδόσεις Α. Σάκκουλα, 1998). Βέβαια τότε οι αρχηγοί των κομμάτων, ενώ κατ’ ιδίαν συμφωνούσαν, δεν στήριξαν δημόσια την πρόταση. Σήμερα πιστεύω ότι η κοινή γνώμη θα ταχθεί θετικά και θα ασκεί πίεση στους βουλευτές να ψηφίσουν υπέρ. Θα πρέπει όμως και οι αρχηγοί των κομμάτων να «βάλουν πλάτη» για να μην επαναληφθούν όσα συνέβησαν το 2000.
Ο κ. Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης είναι πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ