Για να πω την αλήθεια, εδώ και κάμποσα χρόνια οι τρεις απανωτές γιορτές (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα) δεν αφήνουν κανένα υπολογίσιμο υπόλοιπο, αν εξαιρεθεί η αύξουσα μελαγχολία από την καλπάζουσα προσαύξηση της ηλικίας. Ευτυχώς υπάρχουν κάποια απόκεντρα βιβλία, πέρα από το διαφημιστικό βιβλιομάνι.
Προηγήθηκαν οι Ετεροτοπίες του Μισέλ Φουκώ, σε καλή μετάφραση του Τάσου Μπέτζελου (στις ασκητικές εκδόσεις Πλέθρον που επιμένουν σε κείμενα θεωρητικού στοχασμού). Πρόκειται κατά βάση για συνεντεύξεις οι οποίες περιβάλλονται από δύο αυτόνομα κείμενα του ριζικού γάλλου στοχαστή. Προγραμματικό το ένα, επιγράφεται «Πρόλογος στην παραβίαση». Απολογιστικό το άλλο, τιτλοφορείται «Αλλοι χώροι» (άλλως πώς: «Ετεροτοπίες»).
Δεν θα επιμείνω. Σημειώνω μόνο κάποιους θεματικούς τίτλους που σημαδεύουν την ώριμη απόφαση ζωής και σκέψης του Φουκώ, όταν και όπου διασταυρώνεται με την κλασική και ύστερη ελληνική αρχαιότητα, γυρεύοντας την εαυτού επιμέλειαν: «Για τη φιλία», «Πολιτική και ηθική», «Η μέριμνα για την αλήθεια», «Η επιστροφή της ηθικής», «Μια αισθητική της ύπαρξης».
Επονται οι δύο ωφέλιμοι τόμοι της Εταιρείας Σπουδών Μωραΐτη: πρακτικά ισάριθμων επιστημονικών συμποσίων που πραγματοποιήθηκαν αντιστοίχως το 2009 και το 2010. Ιστορικό το πρώτο, ανατέμνει την «Πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα», εντοπίζοντας κρίσιμες «Αλλαγές και ανατροπές». Καλλιτεχνικό το δεύτερο, μοιράζεται στο δίδυμο «Θέατρο και Κινηματογράφος», συνδυάζοντας «Θεωρία και Κριτική».
Εντοπίζονται, με οριακή συντομία, δύο μόνον παραδειγματικές συνεισφορές (ανά μία από κάθε τόμο), που τις σημάδεψε ενδιαμέσως ανελέητος ο θάνατος του Αλέξη Δημαρά και του Γιάννη Βαρβέρη. Στυλοβάτης της νεοελληνικής εκπαίδευσης ο Αλέξης, συμμετέχει εδώ με μια καίρια εισήγηση, αποκαλύπτοντας το ζεύγος «Συντήρηση και εκσυγχρονισμός στην εκπαιδευτική θεματολογία κατά την πρώτη δεκαετία του περασμένου αιώνα». Πολύτιμος ποιητής και έγκυρος κριτικός ο Γιάννης, καταθέτει ένα είδος διαθήκης σε είκοσι τέσσερα εδάφια ασκώντας «Σύντομη κριτική της θεατρικής κριτικής». Απογράφονται εφεξής, δείγματος χάριν, δύο κρίσιμα σημεία (της μιας και της άλλης εισήγησης), ως σήματα γενναίας ομολογίας πεπραγμένων και πραττομένων, που κατά κανόνα επιμελώς συσκοτίζονται, όταν σκοπίμως δεν αγνοούνται.
Προηγείται το πικρό συμπέρασμα του Αλέξη Δημαρά: «Ελπίζω να έδειξα πειστικά ότι οι αλλαγές που προκάλεσε άμεσα σε άλλους τομείς το κίνημα στο Γουδί δεν φάνηκαν στην εκπαίδευση. Η προηγούμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση των «αστών» δεν νομοθετήθηκε τότε, παρά το ευνοϊκό κλίμα που κυριαρχούσε. Επανήλθε, συγκροτημένα και συνθετικά με σαφή και νέο προσανατολισμό, μόλις το 1913. Αλλά και τότε δεν έφτασε να γίνει νόμος του κράτους. Ορισμένα από τα βασικά της στοιχεία αποτέλεσαν μέρος της εκπαιδευτικής νομοθεσίας (σε πολύ διαφορετικό ωστόσο εθνικό και πολιτικό περιβάλλον) για πολύ λίγα χρόνια –από το 1929 έως το 1934. Αλλα τέλος παραμένουν ακόμη ζητούμενα (εκατό χρόνια μετά), τουλάχιστον ως προς την κοινωνική ευαισθησία την οποία εξέφραζαν».
Ακολουθεί ο Γιάννης Βαρβέρης συμπυκνώνοντας στο εδάφιο 18 της εισήγησής του το παράδοξο της θεατρικής κριτικής ως αυτοκριτικής: «Νομίζω πως βασικό μειονέκτημα της θεατρικής κριτικής, όπως τουλάχιστον διακονείται στον τόπο μας, αλλά και αλλού, είναι ότι παραμένει αναπάντητη από τους ενδιαφερομένους, άρα σ’ ένα βαθμό εμφανίζεται ως αυθαίρετη, ή έστω ανέλεγκτη, όσο και αν σιωπηρά κρίνεται από τα γραφόμενά της. Τον αντίλογο των συντελεστών μιας παράστασης τον έχουμε δυστυχώς στερηθεί και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό για τους συντελεστές, για το κοινό και για την κριτική. Πόσο πιο ενδιαφέρον, και συνάμα πιο τίμιο, θα ήταν αν η κριτική γινόταν, αμέσως μετά την παράσταση, προφορικά και σε αντιπαράθεση με τους συντελεστές».
Και η τίμια διαθήκη του Βαρβέρη καταλήγει στην επόμενη αμφίσημη εξομολόγηση: «Οταν ξεκίνησα να γράφω θεατρική κριτική, πήγαινα πανεύκολα στο θέατρο και έγραφα με δυσκολία, αμφιβολίες και φόβο. Τώρα, και όσο περνάει ο καιρός, γράφω σχετικώς ευχερέστερα, ενώ αυξάνονται οι πρακτικές δυσκολίες μετακίνησης στους ποικίλους και συχνά αφιλόξενους θεατρικούς χώρους. Μήπως λοιπόν (αρκετά μελαγχολικά) έστι δίκης οφθαλμός;»
Ως εδώ ο βιβλικός απολογισμός των εορτών, με κατάφωρες σίγουρα παραλείψεις, όπου εξέχουν δύο τουλάχιστον λογοτεχνικά περιοδικά. Η «Νέα Εστία» (που άλλαξε στο μεταξύ διεύθυνση) με το τεύχος 1856 (!), περιέχοντας ωφέλιμο και ευπρόσδεκτο «Αφιέρωμα στον Ρόδη Ρούφο». Τα πέντε εξάλλου χρόνια κυκλοφορίας της γιορτάζει και η Ποιητική του Χάρη Βλαβιανού με το δέκατο τεύχος της, ανεβάζοντας πράγματι ψηλά τον λογοτεχνικό μας πήχη. Ελπίζω να επανέλθω.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ