Οι ΗΠΑ και το Ισραήλ θα μπορούσαν να βάλουν ένα τέλος στην ανελέητη, αδιάλειπτη επίθεση εναντίον της Λωρίδας της Γάζας. Να ανοίξουν τα σύνορα. Να φροντίσουν για την ανοικοδόμηση. Και –αν μπορούμε να το φανταστούμε –να πληρώσουν αποζημιώσεις για δεκαετίες βίας και καταπίεσης.
Μια πολιτισμένη αντίδραση είναι δυνατή στη Γάζα. Η συμφωνία για την εκεχειρία μετά την πρόσφατη σύρραξη ανέφερε ότι μέτρα για να μπει ένα τέλος στην πολιορκία και στη στόχευση αμάχων «θα εξεταστούν 24 ώρες μετά την αρχή της εκεχειρίας».
Δεν υπάρχουν ενδείξεις για βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Ούτε κάποια ένδειξη προθυμίας από την πλευρά των ΗΠΑ και του Ισραήλ για να μπει ένα τέλος στον διαχωρισμό της Γάζας από τη Δυτική Οχθη κατά παράβαση των Συμφωνιών του Οσλο, για να σταματήσουν οι οικισμοί και τα αναπτυξιακά προγράμματα στη Δυτική Οχθη που αποσκοπούν στο να υπονομεύσουν την πολιτική λύση ή για να εγκαταλειφθεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο η απορριπτικότητα των περασμένων δεκαετιών.
Κάποια μέρα, και πρέπει να είναι σύντομα, ο κόσμος θα απαντήσει στην έκκληση που απηύθυνε ο διακεκριμένος δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη Γάζα Ράτζι Σουράνι ενώ βόμβες έπεφταν άλλη μια φορά πάνω στους ανυπεράσπιστους αμάχους της Λωρίδας: «Απαιτούμε δικαιοσύνη και να λογοδοτήσουν οι υπεύθυνοι της καταστροφής. Ονειρευόμαστε μια κανονική ζωή, με ελευθερία και αξιοπρέπεια».
Ενας γηραιός κάτοικος της Γάζας κρατούσε ένα πλακάτ που έγραφε: «Παίρνετε το νερό μου, καίτε τα ελαιόδεντρά μου, καταστρέφετε το σπίτι μου, παίρνετε τη δουλειά μου, κλέβετε τη γη μου, φυλακίζετε τον πατέρα μου, σκοτώνετε τη μητέρα μου, βομβαρδίζετε τη χώρα μου, μας κάνετε να λιμοκτονούμε, μας ταπεινώνετε αλλά εγώ φταίω: ως απάντηση, έριξα μια ρουκέτα».
Το μήνυμα αυτό βάζει στο σωστό πλαίσιο το τελευταίο επεισόδιο στην άγρια τιμωρία της Γάζας. Τα εγκλήματα χρονολογούνται από το 1948, όταν εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι εγκατέλειψαν τρομαγμένοι τα σπίτια τους ή εξοβελίστηκαν στη Γάζα από τις κατακτητικές ισραηλινές δυνάμεις.
Η τιμωρία έλαβε νέες μορφές όταν το Ισραήλ κατάκτησε τη Γάζα το 1967. Από ισραηλινούς μελετητές μαθαίνουμε ότι στόχος της κυβέρνησης ήταν να οδηγήσει τους πρόσφυγες στη Χερσόνησο του Σινά –και, ει δυνατόν, και τον υπόλοιπο πληθυσμό επίσης.
Οι απελάσεις από τη Γάζα συνεχίστηκαν ενώ από τη Δυτική Οχθη ήταν ακόμη πιο ακραίες. Το Ισραήλ κατέφυγε σε δόλια μέσα για να αποτρέψει την επιστροφή όσων απελάθηκαν, παραβιάζοντας ευθέως τις διαταγές του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Οι λόγοι έγιναν σαφείς σε εσωτερικές συνομιλίες αμέσως μετά τον πόλεμο. Η Γκόλντα Μέιρ, μετέπειτα πρωθυπουργός, πληροφόρησε τους συναδέλφους της στο Εργατικό Κόμμα ότι το Ισραήλ πρέπει να κρατήσει τη Λωρίδα της Γάζας αλλά «να την απαλλάξει από τους Αραβες». Ο υπουργός Αμυνας Μοσέ Νταγιάν και άλλοι συμφώνησαν. Ο πρωθυπουργός Λέβι Εσκόλ εξήγησε ότι δεν μπορούσε να επιτραπεί σε όσους απελάθηκαν να επιστρέψουν διότι «δεν πρέπει να αυξήσουμε τον αραβικό πληθυσμό στο Ισραήλ» –αναφερόμενος στα άρτι κατεχόμενα εδάφη που ήδη θεωρούνταν τμήμα του Ισραήλ.
Η παρούσα αιφνίδια έκρηξη της βίας χρονολογείται από τον Ιανουάριο του 2006, όταν οι Παλαιστίνιοι ψήφισαν «με τον λάθος τρόπο» στις πρώτες ελεύθερες εκλογές στον αραβικό κόσμο.
Το Ισραήλ και οι ΗΠΑ αντέδρασαν πάραυτα τιμωρώντας τους σκληρά και προετοίμασαν στρατιωτικό πραξικόπημα για να ανατρέψουν την εκλεγμένη κυβέρνηση –η διαδικασία «ρουτίνας». Η τιμωρία κλιμακώθηκε το 2007, όταν η κυβέρνηση της Χαμάς πήρε τον έλεγχο της Γάζας.
Αγνοώντας την άμεση προσφορά της Χαμάς για εκεχειρία μετά τις εκλογές του 2006, το Ισραήλ εξαπέλυσε επιθέσεις που σκότωσαν 660 Παλαιστινίους το 2006, οι περισσότεροι άμαχοι (το ένα τρίτο ανήλικοι). Σύμφωνα με εκθέσεις του ΟΗΕ, 2.879 Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν από ισραηλινά πυρά από τον Απρίλιο του 2006 ως τον Ιούλιο του 2012, καθώς και αρκετές δεκάδες Ισραηλινοί από πυρά από τη Γάζα.
Η Χαμάς τίμησε τη βραχυχρόνια εκεχειρία του 2008 ώσπου την παραβίασε το Ισραήλ τον Νοέμβριο. Αγνοώντας και άλλες προσφορές για εκεχειρία, το Ισραήλ εξαπέλυσε μια δολοφονική επιχείρηση τον Δεκέμβριο του 2008.
Τον Δεκέμβριο του 2012, η Ουάσιγκτον έκανε προσπάθειες για να μπλοκάρει πρωτοβουλία των Παλαιστινίων για την αναβάθμιση του καθεστώτος τους στον ΟΗΕ αλλά απέτυχε, όντας μάλιστα διεθνώς απομονωμένη. Οι λόγοι είναι αποκαλυπτικοί: ως κράτος-παρατηρητής του ΟΗΕ η Παλαιστίνη μπορεί να προσεγγίσει το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τα εγκλήματα του Ισραήλ που έχουν αμερικανική υποστήριξη.
Από τον Ιανουάριο του 2012 ως την τελευταία δολοφονική επιχείρηση του Ισραήλ στις 14 Νοεμβρίου, ένας Ισραηλινός είχε σκοτωθεί από πυρά από τη Γάζα έναντι 78 Παλαιστινίων από ισραηλινά πυρά. Η πλήρης ιστορία είναι βεβαίως πιο περίπλοκη και αποκρουστική.
Η πρώτη πράξη της επιχείρησης ήταν η δολοφονία του Αχμεντ Τζαμπάρι. Ο Αλούφ Μπεν από την εφημερίδα «Χααρέτζ» τον περιγράφει ως «υπεργολάβο» του Ισραήλ και «συνοριακό φρουρό» στη Γάζα, ο οποίος επέβαλε σχετική ησυχία στην περιοχή για περισσότερα από πέντε χρόνια.
Η πρόφαση για τη δολοφονία ήταν ότι αυτή την πενταετία ο Τζαμπάρι οργάνωνε το στρατιωτικό σκέλος της Χαμάς με πυραύλους από το Ιράν. Εναν πιο πειστικό λόγο αναφέρει ο ισραηλινός ακτιβιστής για την ειρήνη Γκέρσον Μπάσκιν, ο οποίος συμμετείχε επί χρόνια σε απευθείας διαπραγματεύσεις με τον Τζαμπάρι, μεταξύ άλλων και για την απελευθέρωση του ισραηλινού στρατιώτη Γκιλάντ Σαλίτ που είχε πέσει θύμα απαγωγής στη Γάζα.
Ο Μπάσκιν αναφέρει ότι ώρες προτού δολοφονηθεί, ο Τζαμπάρι «είχε λάβει το προσχέδιο της συμφωνίας για μόνιμη ανακωχή με το Ισραήλ, η οποία περιλάμβανε μηχανισμούς για τη διατήρηση της εκεχειρίας σε περίπτωση ανάφλεξης ανάμεσα στο Ισραήλ και στις φράξιες στη Λωρίδα της Γάζας».
Η αναλογία των θυμάτων από την επιχείρηση του Νοεμβρίου είναι η γνωστή: περισσότεροι από 160 Παλαιστίνιοι νεκροί, περιλαμβανομένων πολλών παιδιών, έναντι έξι Ισραηλινών. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν τρεις δημοσιογράφοι. Η επίσημη ισραηλινή δικαιολογία ήταν ότι «οι στόχοι σχετίζονταν με τρομοκρατική δραστηριότητα». Ο ρεπόρτερ των «New York Times» Ντέιβιντ Καρ παρατήρησε ότι «έχουμε φθάσει ως εδώ: η δολοφονία δημοσιογράφων μπορεί να αιτιολογηθεί με μια φράση τόσο ασαφή όσο η «σχετίζονταν με τρομοκρατική δραστηριότητα»».
Με κάθε τέτοιο ανδραγάθημα, διαβρώνεται η διεθνής εικόνα του Ισραήλ. Οι φωτογραφίες και τα βίντεο του τρόμου και της καταστροφής αφήνουν ελάχιστη αξιοπιστία στον αυτοαποκαλούμενο «πιο ηθικό στρατό του κόσμου», τουλάχιστον ανάμεσα σε όσους έχουν ανοιχτά τα μάτια.
Οι προφάσεις για την επίθεση ήταν οι συνήθεις. Μπορούμε να βάλουμε κατά μέρος τις προβλέψιμες δηλώσεις των υπαίτιων στο Ισραήλ και στην Ουάσιγκτον. Αλλά ακόμη και αξιοπρεπείς άνθρωποι αναρωτιούνται τι θα έπρεπε να κάνει το Ισραήλ όταν δέχεται επίθεση με μπαράζ ρουκετών. Είναι ένα δίκαιο ερώτημα και υπάρχουν ευθείες απαντήσεις.
Μια απάντηση θα ήταν να τηρήσει τη διεθνή νομοθεσία η οποία επιτρέπει τη χρήση βίας χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας σε μια μόνο περίπτωση: για αυτοάμυνα αφού πληροφορηθεί το Συμβούλιο Ασφαλείας για την ένοπλη επίθεση και μέχρι να αντιδράσει αυτό, σύμφωνα με τη Χάρτα του ΟΗΕ, Αρθρο 51.
Μια άλλη περιορισμένου εύρους απάντηση θα ήταν να συμφωνήσει για μια μόνιμη ανακωχή, όπως έμοιαζε αρκετά πιθανό πριν από την επιχείρηση που εξαπέλυσε στις 14 Νοεμβρίου 2012.
Ο κ. Noam Chomsky είναι επίτιμος καθηγητής Γλωσσολογίας και Φιλοσοφίας στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) των ΗΠΑ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ