Στο μεταίχμιο των δύο αυτών προθέσεων κρέμεται η προτελευταία μέρα της χρονιάς, της πιο κρίσιμης ίσως στη μεταπολιτευτική περίοδο και σίγουρα στην τελευταία τετραετία, αφότου ξέσπασε η μνημονιακή υστερία, με τα γνωστά και άγνωστά της παρεπόμενα. Φαντάζομαι πως θα περισσέψουν στο ενδιάμεσο τριήμερο οι κάθε λογής απολογισμοί, οπότε καλύτερα εγώ να κάνω κράτει. Προκρίνοντας, αυτάρεσκα έστω, ένα λιγνό βιβλιάριο των εβδομήντα σελίδων, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αγρα. Τίτλος του: 24 + 2 Ιλιαδικές Παρομοιώσεις, πλαισιωμένες από «Κείμενο – Μετάφραση – Πρόλογο – Επίλογο» και με λαθραίο «Υστερόγραφο», το οποίο αντίστροφα εδώ προτάσσεται:
«Ονόμασα ήδη στον Πρόλογο τις δύο πρόσθετες παρομοιώσεις (πολύστιχη η μία, ολιγόστιχη η άλλη) «γέφυρες». Επανέρχομαι τώρα, προτείνοντας η πρώτη να θεωρηθεί «γέφυρα εισόδου», η δεύτερη «γέφυρα εξόδου». Οχι τόσο επειδή η μία εγκαινιάζει και η άλλη σημαδεύει το τέλος αυτού του Ανθολογίου. Οσο γιατί τους αναγνωρίζεται συναρμόδιος ρόλος».
Ο περίτεχνος και πολύστιχος σωρείτης της δεύτερης ραψωδίας προγραμματίζει και προκαταβάλλει μήτρες και μοντέλα της ιλιαδικής παρομοίωσης, ορίζοντας παραδειγματικά το τυπολογικό και λειτουργικό της σύστημα. Ενώ η πεντάστιχη (στο πρωτότυπο) παρομοίωση (ραψωδία Ο 80-84) ξεπερνά αυτό το φράγμα και κινείται ελεύθερα στον χώρο και στον χρόνο, με όχημα μάλιστα τον νου του ανθρώπου –νόος ανέρος στο πρωτότυπο.
Διάμεσο υποκείμενο εικόνας και αφήγησης εδώ η θεά Ηρα. Η οποία, μετά την ερωτόφιλη «Διός απάτη» που σκάρωσε, για να ανακουφίσει τους Δαναούς από την αφόρητη πίεση των Τρώων, πιέζεται τώρα η ίδια από τον αφυπνισμένο Δία, αφήνοντας την Ιδα για τον Ολυμπο, να μεταφέρει πάραυτα στην Ιριδα και στον Απόλλωνα τη δική του απαράβατη εντολή. Οπότε η Ηρα, θέλοντας και μη, παίρνει πετώντας (διέπτατο στο κείμενο) δρόμο για το Ολύμπιο όρος.
Η παρομοίωση, πέρα από κάθε πρόβλεψη, εξεικονίζει το εναέριο αυτό δρομολόγιο, που είναι συνάμα και αναπόληση: νοητική, μετέωρη, προορισμένη για το μέλλον –το μέλλον της ποίησης. Αντιγράφω:

Πώς ταξιδεύει ο νους του ανθρώπου, που έχουν δει / τα μάτια του πολλές χώρες της γης, και τώρα / αναπολώντας σκέφτεται: «να ‘μουν εκεί; μήπως εκεί;» / και πάει ο νους του σε πολλά –τόσο γοργά / πετώντας η σεβάσμια Ηρα, στα απόκρημνα / του Ολύμπου φτάνει.
Από το τέλος, στη μέση τώρα του βιβλιαρίου το δεύτερο παράθεμα: «Υπάρχουν σκέφτομαι τρεις τρόποι να προσλάβει κάποιος τις 24+2 Προκείμενες Παρομοιώσεις. Ο πιο φρόνιμος είναι να διατρέξει ακέραιο το κείμενο των τριών ραψωδιών από τις οποίες αντλούνται, προσέχοντας τα συμφραζόμενά τους […] Δεύτερος τρόπος: φυλλομετρώντας το συγκεκριμένο Ανθολόγιο, να σταματήσει σε όσες παρομοιώσεις χτυπούν στο μάτι, και να σκεφτεί γιατί και πώς […] Τρίτος τρόπος: να απολαύσει μόνον το εικονικό τους μέρος, αγνοώντας προσώρας το αφηγηματικό περίβλημα. Παραφράζοντας κάπως έτσι:

Ραψωδία Π: κλαψούρισμα θηλυκού μωρού, που γυρεύει την αγκαλιά της μάνας του / ωμοφάγοι λύκοι κατασπαράσσοντας ένα ελάφι / διόσταλτη ξαστεριά μετά από πυκνή συννεφιά / διόσταλτη νεροποντή, σαρώνοντας τα πάντα / επιδέξιος ψαράς καμακώνοντας ένα μεγάλο ψάρι / μύγες απομυζώντας γάλα από ξέχειλα κιούπια την άνοιξη / δύτες ψάχνοντας στρείδια στα βαθιά νερά / Σιρόκος και Νοτιάς ξεριζώνοντας δέντρα σε βαθύ φαράγγι.

Ραψωδία Ρ: λιοντάρι προστατεύοντας τα λιονταρόπουλά του / φωτιά που αμαυρώνει με την κάπνα της τον ήλιο και το φεγγάρι / μάστορας και παραγιοί καθώς τεντώνουν το τομάρι ενός βοδιού / στήλη ασάλευτη πάνω στον τύμβο ενός πολεμιστή / αετός που εφορμά σε χήνες / στιβαρός άντρας εξοντώνοντας με πελέκι έναν ταύρο / ο γιος του Κρόνου απλώνοντας το ουράνιο τόξο / μύγα που ηδονίζεται ρουφώντας αίμα ανθρώπινο / δύο μουλάρια κάθιδρα και καταπονημένα, τραβώντας, μαδέρι καραβίσιο.
Ραψωδία Χ: φοβισμένα ελαφάκια ξεδιψούν πίνοντας νερό, σε μέρος τώρα ασφαλισμένο / φίδι φαρμακερό, παραμονεύοντας στη φωλιά του / κόρη κι αγόρι ερωτολογούν αμέριμνα / ένα γεράκι στριμώχνοντας μια περιστέρα τρομαγμένη, / αεθλοφόρα άλογα ανταγωνίζονται για το έπαθλο της νίκης / σκύλος που ξετρυπώνει απ’ τη φωλιά του ένα μικρό ελάφι / σε ονειρικό εφιάλτη δυο κυνηγούν ο ένας τον άλλο, αλλά η απόσταση μεταξύ τους δεν αλλάζει».
Τόσα για την καλή χρονιά. Σε λίγο εξάλλου κυκλοφορεί από το ΜΙΕΤ και ο τραγικός Αίας του Σοφοκλή, μεταφρασμένος. Οπότε: μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ