To 2013 η Ελλάδα έχει την ευκαιρία έπειτα από τέσσερα χρόνια βαθιάς ύφεσης να αρχίσει να σταθεροποιείται και να παρουσιάζει θετικό πλεόνασμα δημιουργώντας νέα δεδομένα. Η εφαρμογή όσων μέτρων ψηφίστηκαν είναι σημαντική για δύο βασικούς λόγους: πρώτον, για να μπορέσει να απεμπλακεί η Ελλάδα από μια υποδομή με αγκυλώσεις και μη ανταγωνιστικούς όρους αγοράς και, δεύτερον, για να επανακτήσει την εμπιστοσύνη των εταίρων μας ότι ανταποκρίνεται στις συμβατικές μας υποχρεώσεις. Σε περίπτωση που για οποιουσδήποτε λόγους δεν ανταποκριθούμε, υποστηρίζει ο ίδιος, δεν θα υπάρξει άλλη ευκαιρία και θα ακολουθήσουμε τελικά τον μοναχικό δρόμο της εξόδου από το ευρώ. Και αυτό δεν θα ήταν απαραίτητα κακό για την Ελλάδα, υπό δύο βασικές προϋποθέσεις όμως: να έχουμε μια πολιτική σταθερότητα και μια ανταγωνιστική και παραγωγική οικονομία. Οσο δεν έχουμε κανένα από αυτά τα δύο, τότε οι επιπτώσεις εξόδου θα είναι δραματικές για τη χώρα σε όλα τα επίπεδα.
Αν η ερχόμενη χρονιά κυλήσει όπως προγραμματίζεται, με την επανακεφαλαιοποίηση και τις συγχωνεύσεις των τραπεζών, την εφαρμογή αναπτυξιακών πολιτικών και την αποφυγή ενδεχομένου πολιτικού ατυχήματος, τότε έχει όλες τις προδιαγραφές να είναι θετική σε όλους τους τομείς για την Ελλάδα. Το Χρηματιστήριο έχει τη δυνατότητα, για πρώτη φορά έπειτα από τρία χρόνια, να σπάσει το φράγμα των 1.000 μονάδων, με οδηγούς τις εναπομείνασες τράπεζες και τις καθαρά εξαγωγικές και καταναλωτικές επιχειρήσεις.
Περισσότερο από όλα όμως διαφαίνεται ότι θα προκύψει όφελος για τα ελληνικά ομόλογα, με περαιτέρω συρρίκνωση των spreads κάτω από τις 1.000 μονάδες, και δεν αποκλείεται προς το τέλος του 2013 η Ελλάδα να βγει στις διεθνείς αγορές με ομόλογα μικρού ορίζοντα (π.χ., τριετίας).
Ο τουρισμός, η ναυτιλία, η αγορά ακινήτων, η αγροτική παραγωγή και η ενέργεια παραμένουν βασικοί πυλώνες της ελληνικής οικονομίας. Ολοι αυτοί οι τομείς αντιμετωπίζουν προβλήματα αυτή την περίοδο, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους. Κάποια από αυτά τα προβλήματα, όπως της ναυτιλίας, είναι λόγω της κρίσης του κλάδου σε παγκόσμιο επίπεδο. Αντίθετα, στους υπόλοιπους κλάδους η ελληνική Πολιτεία μπορεί να βοηθήσει σημαντικά με το να ακολουθήσει φιλική προς τους επιχειρηματίες πολιτική και ειδικά προς τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) ώστε να δημιουργηθούν προοπτικές ανάπτυξης.
Σήμερα τα βασικά προβλήματα για κάποιον που θα θελήσει να επενδύσει σε ΑΠΕ στην Ελλάδα αφορούν το οικονομικό και φορολογικό περιβάλλον, που είναι ασταθές, την αβεβαιότητα για την πληρωμή των υψηλών τιμών αγοράς ρεύματος σε βάθος χρόνου, τον φόβο για τη μη πληρωμή επιχορηγήσεων και τη μη παροχή εγγύησης δανείων, τις αδειοδοτικές διαδικασίες που υφίστανται συνεχείς αλλαγές και φυσικά τη γραφειοκρατία.
Το κράτος θα μπορούσε να αντιμετωπίσει όλα τα παραπάνω χωρίς να επιφέρει καμία επιβάρυνση στον προϋπολογισμό μέσω της δημιουργίας επενδυτικών ζωνών για ΑΠΕ, της θεσμοθέτησης σταθερού φορολογικού πλαισίου για όλη την περίοδο της επένδυσης, της χρήσης των εγγυήσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και άλλων παρόμοιων οργανισμών που παρέχουν χαμηλό κόστος χρηματοδότησης αλλά και της δημιουργίας ενός ETF (διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο) στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ειδικού σκοπού για ΑΠΕ, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τους επενδυτές ως έξοδος από τις επενδύσεις τους αλλά και ως πάροχος ρευστότητας στο σύστημα.
Να σημειωθεί ότι με τις επενδύσεις σε ΑΠΕ δημιουργούνται τετραπλάσιες θέσεις εργασίας από αυτές που προκύπτουν από επενδύσεις σε υποδομές, ενώ σε συνδυασμό με την πιθανότητα παραγωγής φυσικού αερίου η Ελλάδα μπορεί να αποκτήσει τον ρόλο ενός ενεργειακού κόμβου για όλη την Ευρώπη.
Ο κ. Γιώργος Κοφινάκος είναι εκπρόσωπος της StormHarbour UK και διευθύνων σύμβουλος της Enolia Premium Capital Luxemburg.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ