Όσοι παρακολουθούν το τελευταίο διάστημα τις εξελίξεις στο Βερολίνο διαπιστώνουν μία σαφή αποκρυστάλλωση της γερμανικής πολιτικής έναντι του ελληνικού ζητήματος.

Η λέξη «grexit» προκαλεί πλέον τόση απέχθεια στο Βερολίνο όση και στην Αθήνα και οι εκθέσεις της τρόικας δεν καθορίζουν την πολιτική ατζέντα μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη Γερμανία.

Η Γερμανία εμφανίζεται πλέον με ξεκάθαρη πρόθεση να μην αφήσει την Ελλάδα να ολισθήσει εκτός της ζώνης του ευρώ, όσο υψηλό κι αν είναι το κόστος της παραμονής της χώρας μας σε αυτή. Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να χαλαρώσουμε. Αντιθέτως, βρισκόμαστε σε στενό κλοιό παρακολούθησης για την εφαρμογή των σκληρών μέτρων λιτότητας και –κυρίως- θα πρέπει να προχωρήσουμε στην υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών, για τις οποίες το Βερολίνο είναι ιδιαίτερα πιεστικό. Μία επώδυνη πορεία, που όπως εκτιμούν στελέχη της γερμανικής κυβέρνησης και της Μπούντεσταγκ θα διαρκέσει τουλάχιστον μία δεκαετία.

Αυτό είναι το γενικό περίγραμμα της γερμανικής πολιτικής η οποία συγκεντρώνει τη συναίνεση της συντριπτικής πλειοψηφίας στο σύνολο σχεδόν του πολιτικού φάσματος.

Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή η κοινή γλώσσα που χρησιμοποιούν βουλευτές και στελέχη του SPD με την κακγελάριο Ανγκελα Μέρκελ, όσον αφορά στα μέτρα που καλείται να λάβει η Ελλάδα, κυρίως τα διαρθρωτικά, αλλά και στην αναγκαιότητα να διατηρηθεί η ενότητα της ευρωζώνης ως υπέρτατη κατάκτηση της ΕΕ. Η σύγκλιση αυτή της καγκελαρίου με το SPD -ή αντιστρόφως- αποκτά ιδιαίτερη σημασία εν όψει των εκλογών του επόμενου Σεπτεμβρίου, όπου «όλα παίζονται μέχρι την τελευταία στιγμή», δεδομένων μάλιστα και των εσωτερικών πιέσεων που δέχεται η κ. Μέρκελ από βουλευτές του κόμματος της CDU και κυρίως από τους συμμάχους της Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας. Αλλά και πέραν των δύο μεγάλων παρατάξεων, οι Φιλελεύθεροι του κατά τα άλλα «σκληρού» Φίλιπ Ρέσλερ αποφεύγουν πλέον να προφέρουν τη λέξη «grexit».

Η αντίδραση της καγκελαρίου, που οδήγησε στη σημερινή αποκρυστάλλωση της γερμανικής στάσης έναντι της Ελλάδας, ήλθε με σημαντική καθυστέρηση, αρκετές αμφιταλαντεύσεις και χάθηκε πολύτιμος παραγωγικός χρόνος, παραδέχονται σήμερα συνομιλητές μας στη γερμανική πρωτεύουσα, μεταξύ των οποίων και στελέχη του CDU. Πρόκειται για μια αλήθεια την οποία ακόμη κι αν αναγνωρίζει η ίδια ενδόμυχα, δεν θα την παραδεχτεί ποτέ δημοσίως. Ίσως να μην υπολόγισε σωστά τις εσωτερικές δυναμικές στη χώρα της ή υποτίμησε τη δυστοκία της ΕΕ στη λήψη αποφάσεων.

Σημαντικό ρόλο στην επίδειξη αποφασιστικότητας εκ μέρους της Ανγκελα Μέρκελ φαίνεται να έπαιξε η πρόσφατη επίσκεψη της στην Κίνα. Εκεί –άγνωστο πώς- ερρίφθη ο κύβος: Η Ευρωζώνη πρέπει να παραμείνει ενωμένη και για το σκοπό αυτό η ίδια θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της.

Προς αυτή την κατεύθυνση βοήθησε και η αλλαγή της εικόνας του άλλοτε «αντιμνημονιακού», όπως χαρακτηριζόταν μέχρι πρόσφατα στη Γερμανία, πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά. «Η σχέση Μέρκελ-Σαμαρά ξεκίνησε από τους μηδέν βαθμούς και τώρα άρχισε θερμαίνεται» σχολίαζε χαρακτηριστικά κορυφαίος Γερμανός δημοσιογράφος.

Εξάλλου, η κ. Μέρκελ δεν θα ήθελε να φθάσει στις εκλογές με το ελληνικό ζήτημα, κυρίαρχο στο κόμμα της, να επηρεάζει τις πολιτικές εξελίξεις και να δίνει έδαφος σε εξάρσεις λαϊκισμού εσωτερικής κατανάλωσης. Υπάρχουν και άλλα σοβαρά θέματα που απασχολούν τη Γερμανία και τη θέση της στην Ευρώπη, όπως μία συνολική προσέγγιση της κρίσης στον ευρωπαϊκό Νότο και η διαφαινόμενη ρήξη στις σχέσεις της με το Παρίσι.