Πολύ συχνά οι δημοσιογράφοι βρίσκονται αντιμέτωποι με δύο είδη ορίων: αυτά που αφορούν το κράτος και αυτά που αφορούν διασημότητες και κοινούς πολίτες. Ενώ θεωρητικά το κράτος θα έπρεπε, ως το κατεξοχήν δημόσιο κτήμα, να είναι απολύτως διαφανές στους πολίτες, υπάρχουν καλά κρυμμένα κρατικά μυστικά που μπορούν να αφορούν είτε την άμυνα της χώρας είτε τα ονόματα αυτών που διορίζονται στη Βουλή ή τα ονόματα που περιέχονται στη Λίστα Λαγκάρντ. Το κράτος διαθέτει την τεχνογνωσία και τη δύναμη να προστατεύει τα μυστικά του και να προσπαθεί να μάθει μέσω κατασκόπων τα μυστικά άλλων κρατών. Τα μέσα επικοινωνίας δεν διαθέτουν κατασκοπευτικές υπηρεσίες, μπορούν να διεισδύσουν σε αυτά μόνο λόγω των συγκρούσεων που υπάρχουν μέσα στο ίδιο το κράτος: κάποιος υπάλληλος ή πολιτικός που τα συμφέροντά του (μερικές σπάνιες φορές και οι αξίες του) θίγονται από τις κρατικές πρακτικές, τις αποκαλύπτει στον δημοσιογράφο.
Ο χαρακτηρισμός «Τέταρτη Εξουσία» για τα μέντια, στην πραγματικότητα αποτελεί κανάκεμά τους από τις πραγματικές κρατικές εξουσίες: τα μέντια μπορούν να παίξουν τον ρόλο τους μόνο επωφελούμενα από τις συγκρούσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό τους. Το ίδιο ισχύει σε σημαντικό βαθμό και για τους μεγάλους απρόσωπους φορείς όπως είναι οι επιχειρήσεις, οι εκκλησίες, ή και οι ποδοσφαιρικές ομάδες, αν και αυτές δεν προστατεύονται από την κατασταλτική νομοθεσία που απαγορεύει και τιμωρεί τη δημοσίευση κρατικών μυστικών. Σε ό,τι αφορά λοιπόν τους ισχυρούς κοινωνικούς θεσμούς, τα δημοσιογραφικά όρια τίθενται από αυτούς και είναι διαρκής η προσπάθεια των μέσων να τα υπερβούν –και κατά τη γνώμη μου πολύ καλά κάνουν.
Με τους πολίτες, άσημους και διάσημους, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά: είναι εξαιρετικά δύσκολο να φωτογραφίσεις απόρρητα έγγραφα υπουργείων, αρκεί καλός τηλεφακός για να φωτογραφηθεί η τάδε σταρ ή η δείνα πριγκίπισσα μισόγυμνη αγκαλιά με τον καλό της. Υπάρχουν και σε αυτές τις περιπτώσεις συνέπειες για τα μέσα που παραβιάζουν την ιδιωτικότητα, υπάρχουν παντού νόμοι λιγότερο ή περισσότερο αυστηροί που προστατεύουν τους πολίτες απέναντι στα μέσα. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις, όπως στη χώρα μας, που στην πραγματικότητα επιδιώκεται ο έλεγχος των μέσων και η προστασία των πολιτικών: ο νόμος περί «δυσφήμισης δια του τύπου» χρησιμοποιείται κατά κόρον από τους πολιτικούς για να πιέσουν δημοσιογράφους και έντυπα, για τούτο και σχετικές αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων ανατρέπονται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αλλά κατά κανόνα η σχέση δύναμης είναι ανεστραμμένη, τα μέσα είναι ισχυροί θεσμοί σε σχέση με τους πολίτες, αυτά θέτουν τα όρια και όχι εκείνοι.
Τα όρια αυτά προσπαθούν να τα θεσπίσουν κανόνες δεοντολογίας που υιοθετούν τα ίδια τα μέσα για τον εαυτό τους και τους συντάκτες τους ή επαγγελματικές ενώσεις ή και κρατικοί θεσμοί στα αυταρχικά καθεστώτα. Η σκανδαλοθηρία όμως γύρω από διάσημα πρόσωπα της πολιτικής, του χρήματος, του θεάματος είναι χαρακτηριστικό όλων των μεγάλης κυκλοφορίας λαϊκών εφημερίδων εδώ και 200 χρόνια σχεδόν. Το κοινό διψάει για ειδήσεις που αφορούν πρόσωπα που λατρεύει ή μισεί, αυτή την κοινωνική πραγματικότητα δεν την δημιούργησαν τα μέντια, ήρθαν να καλύψουν την ανάγκη που υπήρχε. Ουσιαστικά πρόκειται για δημόσιο κουτσομπολιό, που όπως και το ιδιωτικό γίνεται είτε με καλές είτε με κακές προθέσεις.
Κατά την άποψή μου εδώ δεν έχουν εφαρμογή νόμοι και δεοντολογίες αλλά απλή βασική αρχή: όποιος βάζει δημοσιογράφους στο σαλόνι του, γρήγορα θα τους βρει και στο μπάνιο του, στην κρεβατοκάμαρά του, ίσως και στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του ή του νοσοκομείου του. Αν κάποιος πολιτικός χρησιμοποιεί ως στοιχείο της δημοτικότητάς του το ότι έχει όμορφη σύζυγο και χαριτωμένα παιδιά που διαπρέπουν στις σπουδές τους και τροφοδοτεί τους δημοσιογράφους με σχετικές ειδήσεις, δεν έχει το δικαίωμα να διαμαρτύρεται αν γίνει γνωστό ότι έχει ερωμένη ή ότι η η σύζυγός του είναι αλκοολική. Η δημοσιότητα είναι δίκοπο μαχαίρι, όταν την επιδιώκεις μπορεί να στραφεί εναντίον σου.
Οταν το Μπάκιγχαμ ενημερώνει τον κόσμο όλον για την εγκυμοσύνη της δούκισσας του Καίμπριτζ, μπορεί και να το θεωρεί κρατική υπόθεση, αφού το έμβρυο μπορεί να είναι ο μελλοντικός βασιλέας της Αγγλίας. Αλλά για το παγκόσμιο κοινό το θέμα είναι αντίστοιχο με την πιθανή εγκυμοσύνη της Νάταλι Πόρτμαν. Το ερώτημα είναι ως προς τα μέσα της δημοσιότητας: τηλεφωνεί κανείς σε νοσοκομείο για να υποκλέψει πληροφορίες –ενώ το πρωτόκολλο απαιτεί να τεθεί ερώτημα στο γραφείο τύπου του δούκα;
Το ζήτημα δεν θα μας είχε απασχολήσει παρά ως κακόγουστη φάρσα, αν δεν είχε αυτοκτονήσει η εύπιστη νοσοκόμα. Το να τηλεφωνείς σε απλούς ανθρώπους για να τους εξευτελίσεις με όσα πουν είναι αθλιότητα, που συνέβαινε και στη χώρα μας. Το να τηλεφωνήσεις με ψεύτικο όνομα σε διασημότητες με διάπλατες τις πόρτες των σαλονιών τους, κατά τη γνώμη μου είναι συνέχεια του παιχνιδιού. Και από όσο φαίνεται η άτυχη νοσοκόμα δεν αυτοκτόνησε επειδή την ξεγέλασαν οι δημοσιογράφοι και «πρόδωσε» τη δούκισσα αλλά επειδή την επέπληξαν σκαιότατα οι προϊστάμενοί της, που εισέπραξαν τη δυσφορία του Μπάκιγχαμ επειδή δεν διαφύλαξαν επαρκώς τα κρατικά μυστικά. Το πρόβλημα δηλαδή είναι ότι σε αυτούς τους ευτελείς κουτσομπολίστικους αγώνες θετικής ή αρνητικής δημοσιότητας, μπορεί να υπάρχουν αθώα παράπλευρα θύματα.
Psychoyos@tovima.gr

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ