Ας μιλήσουμε καθαρά, χωρίς περιστροφές.
Όσοι διερευνούν και αξιολογούν τις διαθέσεις της κοινής γνώμης γνωρίζουν ότι μετά τις δεύτερες εκλογές του περασμένου Ιουνίου κανένα από τα γνωστά κόμματα δεν έχει δυναμική.
Οι δημοσκοπήσεις όλων των εταιριών κατατείνουν στο αυτό συμπέρασμα. Ούτε η Νέα Δημοκρατία, ούτε το ΠαΣοΚ, ούτε η ΔΗΜΑΡ, ούτε το ΚΚΕ, ούτε ακόμη ο ΣΥΡΙΖΑ του κ.Τσίπρα που εμφανίσθηκε ως συνδιεκδικητής της εξουσίας δημιούργησε ή δημιουργεί ρεύμα εισροής ψηφοφόρων μετά τις εκλογές του περασμένου Ιουνίου.
Το μόνο κόμμα, που σύμφωνα με όλους τους δημοσκόπους, κερδίζει είναι αυτό της Χρυσής Αυγής!
Κακά τα ψέματα, λοιπόν, το ακροδεξιό, εθνικιστικό, με χουντικές και νεοναζιστικές καταβολές, κόμμα του κ.Μιχαλολιάκου είναι το μεγάλο κερδισμένο της οικονομικής κρίσης. Το δυστύχημα δε, είναι ότι έρχεται δεύτερο στη νέα γενιά.
Απόλυτα λαϊκιστικό το κόμμα του κ.Νικ.Μιχαλολιάκου καρπώθηκε πρώτα τις«μούντζες» της πάνω πλατείας και αργότερα ενδυόμενο μανδύα εθνο-λαϊκό, άλλοτε με διανομές τροφίμων και άλλοτε με παράνομες ακτιβιστικές δράσεις κατά των ανήμπορων μεταναστών, κέρδισε τη μάχη των εντυπώσεων σε μια μερίδα φτωχοποιημένων στρωμάτων και σε σημαντικό τμήμα της απηυδισμένης νεολαίας, που δεν έχει παραστάσεις από τη Χούντα των συνταγματαρχών, ούτε από τις σφαγές των ναζί στην Ελλάδα.
Όσοι δεν φορούν παρωπίδες και δεν φοβούνται την αλήθεια, εύκολα μπορούν να διακρίνουν ότι η Χρυσή Αυγή είναι αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Το μόνο ίσως που θα ήθελε να την ανατρέψει.
Όσοι έχουν παρακολουθήσει τη διαδρομή των κεντρικών στελεχών που την συγκροτούν, γνωρίζουν ότι έχουν να κάνουν με νοσταλγούς της Χούντας, οι οποίοι διαθέτουν ιδεολογικό – πολιτική κατάρτιση, με πρόσωπα που έχουν στερηθεί -μένοντας ηθελημένα για τις ιδέες τους στο περιθώριο της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής- αλλά και δράσει με όλα τα μέσα και μάλιστα επί δεκαετίες για τις νοσηρές αντιδημοκρατικές αντιλήψεις τους.
Πρόκειται εντέλει για μια ομάδα δογματική και αποφασισμένη, που προετοιμαζόταν χρόνια και χρόνια και ένιωσε ότι έχει τώρα την ευκαιρία να ξαναγράψει την Ιστορία κατά τις πεποιθήσεις της.
Η περίπτωση της Χρυσής Αυγής, λοιπόν, ούτε απλή είναι ούτε συνηθισμένη. Ο Μιχαλολιάκος, ο Παπάς και οι άλλοι «πατέρες» του εθνικιστικού μορφώματος φέρουν το στίγμα του «αποκλεισμένου» και στον πυρήνα της σκέψης τους είναι η ρεβάνς της ήττας που ένιωσαν στην πρώιμη νιότη τους.
Από αυτή την άποψη λοιπόν δεν είναι αμελητέοι. Και βεβαίως δεν αντιμετωπίζονται με απαγορεύσεις. Η Δημοκρατία οφείλει να υπερασπισθεί τη νομιμότητα και να την επιβάλει όταν τα μέλη και τα στελέχη της Χρυσής Αυγής την παραβιάζουν.
Ωστόσο, η μάχη ήταν και παραμένει πολιτική. Στο πεδίο της Πολιτικής θα κριθεί πλέον η μάχη με τους ρεβανσιστές της Χρυσής Αυγής. Η οποία πρέπει να δοθεί ευθέως, με επιχειρήματα, με ιστορικές αναφορές στην πατρίδα και στις εθνικές απώλειες που η ακροδεξιά προκάλεσε, δηλαδή χωρίς επιφυλάξεις και ενοχικά ή φοβικά σύνδρομα.
Η Δημοκρατία είναι ιστορικά δικαιωμένη, δεν έχει τίποτε να φοβηθεί από τους λαϊκιστές – νοσταλγούς του Παπαδόπουλου, του Μακαρέζου και του Ιωαννίδη.