Ενα ερώτημα οφείλουμε να θέσουμε εξαρχής: Είναι σημαντική η ανασυγκρότηση της Σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα; Το ερώτημα δεν βρίσκεται στις προτεραιότητες της κοινής γνώμης. Στη σκέψη της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών προτάσσονται αμεσότερα, βιοτικά, ζητήματα. Και η σκέψη γίνεται θολή από την παρεμβολή του θυμικού, που δικαιολογείται από τις περιστάσεις. Η κοινωνία μας έχασε εύκολα την επίπλαστη συνοχή της. Τα εξατομικευμένα βίαια αισθήματα βρίσκουν την άλλη όψη τους σε μια απάθεια πολιτική. Οι περισσότεροι από μας επιθυμούν ένα παρελθόν στο οποίο δεν μπορούν να καταφύγουν. Ετσι, δαιμονοποιούν τις ρίζες του: η μεταπολιτευτική μας δημοκρατία καταδικάζεται συλλήβδην στο πυρ το εξώτερο. Καθώς τα ατομικά πάθη συμπλέκονται σε μια κοινωνική αδράνεια (που δεν σημαίνει ακινησία) εγκαθίστανται στον δημόσιο χώρο συμπεριφορές που δημιουργούν προϋποθέσεις πολιτικής εκτροπής, δηλαδή μιας βίαιης καταστροφής της συλλογικής μας ύπαρξης.
Αυτά τα βλέπουν οι πολιτικοί του δημοκρατικού τόξου. Αλλά ο προγραμματικός πολιτικός βολονταρισμός, που αποτελεί επιταγή σε τέτοιες συνθήκες, αγκυλώνεται στη μηχανική διαχείριση του επείγοντος. Το ΠαΣοΚ είναι εκείνο που υπέστη πιο θεαματικά τις συνέπειες του κοινωνικού θρυμματισμού. Σε τούτη τη διαπίστωση, τουλάχιστον, ο Βενιζέλος έχει δίκιο. Ομως, αν ακολουθήσει το κοινωνικό κύμα στο ανέβασμά του, σύμφωνα με μια αισιόδοξη ανάγνωση του μέλλοντος, είναι πολύ αμφίβολο.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα πάσχει αυτή τη στιγμή από ένα σοβαρό δομικό πρόβλημα: την έλλειψη αστικής αντιπολίτευσης. Η ανισορροπία του συστήματος το καθιστά εξαιρετικά ασταθές. Το πολιτικό σύστημα χρειάζεται αστική κυβέρνηση και αστική αξιωματική αντιπολίτευση. Αλλά οι φορείς της Σοσιαλδημοκρατίας, ΠαΣοΚ και ΔΗΜΑΡ, αποτελούν ελάσσονες κυβερνητικούς εταίρους. Το πρόβλημα είναι λοιπόν αντικειμενικά πολύ δύσκολο. Επιπλέον, οι αποσπασματικές κινήσεις που εμφανίζονται για τη λύση του είναι σαφώς κατώτερες της δυσκολίας του. Περισσότερο αποτελούν εκδηλώσεις του προβλήματος. Και, ειδικότερα οι προερχόμενες από πασοκογενείς πολιτικούς, το οξύνουν. Σε προσωπικό επίπεδο είναι κατανοητό ότι κάποιος αρνείται να αποδεχτεί τον πολιτικό του θάνατο. Αλλά σε πολιτικό επίπεδο η περιφορά των πολιτικών ζόμπι στη σκηνή συνιστά ελάχιστα ελκυστικό θέαμα για τη διαφυγούσα κοινωνική βάση της Σοσιαλδημοκρατίας. Ο πολιτικός χώρος διαλύεται στο όνομα της ανασύνθεσής του.
H Σοσιαλδημοκρατία όμως δεν είναι προσωποποιημένη στους διεκδικητές της ηγεσίας της. Δηλαδή, δεν πρέπει να βιαστούμε να την κηδέψουμε. Η εξαφάνισή της από το πολιτικό προσκήνιο θα είναι προσωρινή, αν η δημοκρατία μας πρόκειται να επιβιώσει. Αλλά τι πρέπει να γίνει; Η όποια λύση στο πρόβλημα περιλαμβάνει τη ΔΗΜΑΡ, ως αναγκαία αλλά μάλλον όχι και ικανή συνθήκη. Αν η κυβέρνηση μακροημερεύσει τόσο ώστε να γίνει αισθητή στην κοινωνία η δυναμική μιας ανάκαμψης για την οποία δημιουργούνται σήμερα οι προϋποθέσεις, τότε ένας ενιαίος πολιτικός φορέας των δύο σημερινών κυβερνητικών εταίρων θα είχε πιθανότητες για μια αξιοπρεπή εκπροσώπηση στο επόμενο Κοινοβούλιο. Πάλι όμως για να λειτουργήσει ως ελάσσων κυβερνητικός εταίρος. Το ερώτημα είναι: Ποιου;
Η πολιτική δύναμη που καταγράφεται σήμερα πρώτη στις μετρήσεις της κοινής γνώμης βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Στην πρόσφατη «Συνδιάσκεψη» για τον μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο κόμμα, ο πρόεδρός του έσπευσε να κατευνάσει την ιστορική στελεχιακή βάση του: ο κινηματικός χαρακτήρας, η «άμεση δημοκρατία», ακόμη και η «ανακλητότητα» παραμένουν στην ατζέντα του. Το κόμμα δεν θα αντιγράψει, δεν θα ταυτιστεί και δεν θα αντικαταστήσει κόμματα του «αστικού μπλοκ». Από την άλλη μεριά, αναγνώρισε οφειλή «στις σοσιαλιστικές δυνάμεις και στις δυνάμεις της Σοσιαλδημοκρατίας που από το 1975 ως το 2010, άλλοι νωρίτερα, άλλοι αργότερα,αρνήθηκαν να μεταλλαχτούν και να εξαργυρώσουν τις ιδέες τους, εντασσόμενοι στο σύστημα διαπλοκής και διαφθοράς, κάτω από τη σκέπη του νεοφιλελευθερισμού».
Η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να ταλαντεύεται μεταξύ αριστερισμού και πολιτικής μετενσάρκωσης του παρελθόντος. Αλλά η ρητορική δεν προδικάζει το μέλλον της πολιτικής πρακτικής.
Σ’ αυτή τη συλλογιστική, το επόμενο ερώτημα είναι πώς θα συμπεριφερθεί αν καταλάβει την πρώτη θέση στις επόμενες εκλογές. Τοποθετώντας ωμά το ζήτημα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δύο επιλογές: η μία είναι να γίνει βαποράκι της Χρυσής Αυγής. Δηλαδή, να θέσει τη χώρα εκτός Ευρώπης, ανοίγοντας τον δρόμο σε μια δικτατορία. Η άλλη επιλογή, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ένα εκλογικό σύστημα που θα πριμοδοτεί λιγότερο τον νικητή, είναι να αποτελέσει μέρος του συμβατού με το ευρωπαϊκό κεκτημένο πολιτικού συστήματος διακυβέρνησης.
Σ’ ένα τέτοιο σενάριο η Σοσιαλδημοκρατία ανασυντίθεται «οργανικά», καθώς ο ελάσσων κυβερνητικός εταίρος αναπληρώνει με την ελκτική του δύναμη την απόσταση που ο μείζων δεν έχει προλάβει να διανύσει. Επίσης, το σύστημα βγαίνει από την ανισορροπία του αποκτώντας μια συντηρητική, αλλά επιτέλους αστική, αντιπολίτευση.
Ο κ. Αλέξης Καλοκαιρινός διδάσκει στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ