Παρ’ ότι συχνά η ρητορική και το κλίμα πόλωσης έχουν επικρατήσει στην πολιτική σκηνή, ωστόσο η κομματική σύγκλιση στο κέντρο του ιδεολογικού άξονα, ιδίως μετά το 2000, και η απουσία εξτρεμιστών δημιούργησαν συνθήκες σταθερότητας της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Η κατάσταση σταθερότητας δεν διαταράχθηκε ούτε από την εξακολουθητική ύπαρξη αντισυστημικών δυνάμεων (ΚΚΕ) ούτε από τη συγκυριακή ενίσχυση ενός κόμματος της λαϊκιστικής Ακροδεξιάς (ΛΑΟΣ) στο κομματικό σύστημα. Ο ΛΑΟΣ διέθετε χαρακτηριστικά κόμματος διαμαρτυρίας και γνωρίσματα μιας –κατά G. Sartori –«ήπιας αντισυστημικότητας»· όσον αφορά το ΚΚΕ, παρά την «ευρεία αντισυστημικότητά» του, η απόρριψη από αυτό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έγινε με μέσα (έστω οριακά) αποδεκτά από το δημοκρατικό σύστημα.
Αυτή η κατάσταση της πολιτικής – θεσμικής σταθερότητας αλλάζει δραματικά: ο κεντρώος χώρος αποδυναμώνεται και ο δεξιός εξτρεμισμός έχει διεισδύσει στην πολιτική αρένα. Το ένα φαινόμενο δεν είναι ανεξάρτητο από το άλλο: όσο αποσυντίθεται το Κέντρο τόσο παρατηρούνται φυγόκεντρες τάσεις προς τα άκρα. Κινδυνεύουμε να βρεθούμε ενώπιον μιας δικόρυφης κατανομής κομμάτων και ψηφοφόρων που θα προκαλέσει προβλήματα κυβερνητικότητας και κοινωνικής αστάθειας.
Πώς αντιμετωπίζονται τέτοιες καταστάσεις; Πάντως, όχι απομονώνοντας τη μια διάσταση του προβλήματος (τον δεξιό εξτρεμισμό) από την πραγματικότητα της πόλωσης και της κρίσης του κεντρώου / κεντροδεξιού χώρου· επίσης, όχι χρησιμοποιώντας μόνο ή κυρίως θεσμικά – δικαιικά εργαλεία απέναντι στον δεξιό εξτρεμισμό· τέλος, όχι διά της υπεκφυγής, μη λέγοντας τα πράγματα με το όνομά τους για την περιγραφή της κατάστασης.
Η Χρυσή Αυγή είναι ένα δεξιό εξτρεμιστικό κόμμα, φιλοναζιστικό και ρατσιστικό όσον αφορά τον ιδεολογικό προσανατολισμό της, που χρησιμοποιεί ανοικτά φυσική βία στρεφόμενη πρωτίστως εναντίον των μεταναστών και εθνικο-κοινωνικών μειονοτήτων. Κάθε κλειστή και αδιαφανής οργάνωση, η οποία συστηματικά χρησιμοποιεί βία εναντίον συγκεκριμένων στόχων, διαπράττει αξιόποινες πράξεις που πιθανότατα εμπίπτουν στο άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα περί «σύστασης και συμμορίας», όπως επισημαίνουν νομικοί. Η προσφυγή στη Δικαιοσύνη, ακόμη και η καταδίκη μιας πολιτικής οργάνωσης (εν προκειμένω της Χρυσής Αυγής) με ανάλογο σκεπτικό, δεν θα αναιρούσε τους λόγους που δημιούργησαν συνθήκες κινητοποίησης υπέρ των εξτρεμιστών σε μερίδα του εκλογικού σώματος. Επιπλέον, ελλοχεύει ο κίνδυνος στους λόγους αυτούς να προστεθούν και άλλοι που σχετίζονται με τη νέα αρένα στην οποία θα μεταφερθεί η αντιπαράθεση εξτρεμιστών και Πολιτείας, καθώς και με τον τρόπο που η οργάνωση (εμφανιζόμενη ως διωκόμενη) θα επιδιώξει να αξιοποιήσει προς όφελός της τη διαμάχη.
Ενα κρίσιμο σημείο είναι τα ΜΜΕ, μια και η έξοδος των δεξιών εξτρεμιστών από το πολιτικό περιθώριο προϋποθέτει την απόκτηση ορατότητας σε αυτά. Οσο η Χρυσή Αυγή ήταν εκλογικά ασήμαντη, η κάλυψη της δράσης της ήταν ανύπαρκτη. Σήμερα η Χρυσή Αυγή έχει ανάγκη τα μίντια και ο τρόπος κάλυψής της από αυτά είναι παράγοντας κρίσιμος για την πορεία της. Επί του παρόντος παρατηρούνται δύο τρόποι μιντιακής κάλυψης της Χρυσής Αυγής: ο καλλωπισμός και μια «ενημερωδιασκεδαστικού» τύπου αντιμετώπιση από μια λούμπεν δημοσιογραφία που αποουσιαστικοποιεί το εξτρεμιστικό πλαίσιο της οργάνωσης αφενός και η δαιμονοποίηση που κατασκευάζει παραστάσεις πολιτικής ισχύος πολύ μεγαλύτερες από εκείνες που ο χώρος διαθέτει αφετέρου. Τα μέσα έχουν τη δική τους ευθύνη, ιδίως σε συγκυρίες που εξαπλώνεται ο εξτρεμισμός: στο όνομα μιας τέτοιας ευθύνης χρειάζεται να δεσμευτούν σε ένα στυλ κάλυψης της οργάνωσης με γνώση και υλικό που θα ελέγχεται από αυτά και δεν θα επικεντρώνεται στα πρόσωπα των εξτρεμιστών ούτε θα εμπεριέχει αναπαραγωγή πράξεων βίας που αποδεδειγμένα έχουν μιμητικό αντίκτυπο στο κοινό.
Ιθύνοντες της δημόσιας ζωής σκέφτονται το ενδεχόμενο απαγόρευσης της Χρυσής Αυγής. Με δεδομένο ότι τα νομικά επιχειρήματα είναι ισχνά, ο κίνδυνος η οργάνωση να εισπράξει ως νομιμοποίηση το θεσμικό έλλειμμα μιας αμυνόμενης δημοκρατίας είναι ορατός. Αντί για σενάρια απαγορεύσεων, οι κομματικοί ιθύνοντες ας αναλογιστούν πώς θα κλείσουν τη στρόφιγγα ψηφοφόρων τους προς τη Χρυσή Αυγή. Εν μέσω κρίσης, θα αναρωτηθεί κανείς; Ναι, εν μέσω κρίσης, μια και περίπου οι μισοί ψηφοφόροι της οργάνωσης είναι παλιότεροι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας και του ΛΑΟΣ. Από την εποχή του Ελληνικού Συναγερμού η δεξιά παράταξη λειτουργούσε ως ομπρέλα του ευρύτερου δεξιού χώρου, των εκδοχών της μετεμφυλιακής Ακροδεξιάς περιλαμβανομένων. Στη Μεταπολίτευση ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανανέωσε αυτή τη στρατηγική της «εργαλειακής ενσωμάτωσης» στη ΝΔ ψηφοφόρων που κινούνταν σε ένα πολύ ευρύ φάσμα, από τον φιλελεύθερο χώρο ως τη φιλοχουντική Ακροδεξιά. Η Χρυσή Αυγή υπήρξε επί δυόμισι δεκαετίες ένα κάτι λιγότερο από ασήμαντο μόρφωμα. Η επανακατάκτηση όσων την ψήφισαν είναι ο στόχος της δημοκρατίας σήμερα και όχι σκιαμαχίες με μορφώματα περιθωρίου.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ