Η δραστική περικοπή των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών και οι μέσω απεργίας αντιδράσεις των τελευταίων, οι οποίες έχουν επιφέρει κλυδωνισμούς στην κρατική μηχανή και στην κοινωνία γενικότερα, μου άνοιξαν την πόρτα για το παρόν κείμενο.
Είναι αναμφισβήτητο ότι η Δικαιοσύνη εγγυάται την ευταξία στην κοινωνία επιλύοντας τις διαφορές μεταξύ των πολιτών αλλά και μεταξύ κράτους και άλλων οργανισμών και τιμωρώντας το έγκλημα. Αποτελεί ακρογωνιαίο θεμέλιο για τη λειτουργία του κράτους και πρέπει να έχει βασικό χαρακτηριστικό την αταραξία, χαρακτηριστικό που πρέπει να διέπει τη συμπεριφορά της όχι μόνο κατά την ενάσκηση του ρόλου της αλλά σε κάθε περίπτωση.
Οταν μια κοινωνία αποσυντίθεται ή μερικοί επιδιώκουν να την αποσυνθέσουν, προς τη Δικαιοσύνη, που εγγυάται την ευταξία της κοινωνίας, στρεφόμαστε για την αποκατάσταση των πραγμάτων και την άρση της αδικίας. Σήμερα η εγκληματικότητα έχει λάβει ευρύτατες διαστάσεις τόσο σε αριθμούς όσο και σε ευρηματικότητα τρόπων εκτελέσεώς της. Το έγκλημα εμφανίζεται οργανωμένο και εξοπλισμένο. Χρησιμοποιεί συχνά μεθόδους κομάντος. Παράλληλα πράξεις της πολιτικής τρομοκρατίας, ιδίως στον χώρο των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, πληθύνονται με κίνητρα διάφορα αλλά με μεθόδους παρόμοιες. Η έναντι αυτών επέμβαση των αστυνομικών δυνάμεων αντιμετωπίζεται πολλές φορές με χλεύη, καίτοι υπήρξαν περιπτώσεις που αστυνομικοί έπεσαν κάτω από σφαίρες εγκληματιών. Οι δικαστές πολλές φορές αντιμετωπίζουν τους εγκληματίες με μεγάλη επιείκεια. Ισως νιώθουν βεβαρημένη τη συνείδησή τους διότι τιμωρούν. Οι ιδεοκράτες εξάλλου αντιδρούν σε κάθε τιμωρία διότι, κατ’ αυτούς, η κοινωνία είναι υπεύθυνη για όλα τα κακοποιά ένστικτα ή για τα εγκλήματα. Η κοινωνία της οποίας είμαστε μέλη!
Βέβαια οι όροι διαβίωσης στη σημερινή κοινωνία, θα έλεγα, παρακινούν στην εγκληματικότητα. Η ανεργία των νέων προδιαθέτει προς αυτήν, αλλά και η κατάσταση που επικρατεί στις φυλακές ωθεί προς το έγκλημα, διότι αντί βελτίωσης αποτελούν σχολές προάγουσες το έγκλημα, όπως δίδασκε ο άλλοτε καθηγητής μου Κωνσταντίνος Γαρδίκας. Περαιτέρω, η οικονομία της κατανάλωσης, ενισχυμένη από την επινοητικότητα της διαφήμισης, σπρώχνει τον άνθρωπο στην απόκτηση υλικών αγαθών μέσω εγκληματικής συμπεριφοράς, η οποία, εμφανιζόμενη στα ΜΜΕ, δημιουργεί στον δράστη την εντύπωση ότι είναι ήρωας διότι παρουσιάζουν το έγκλημα ως εντυπωσιακό γεγονός, με τρόπο που να μοιάζει με επίτευγμα.
Η Πολιτεία πεθαίνει όταν δεν αντιστέκεται στο κακό και η άρνηση της Δικαιοσύνης να επέμβει αποτελεί απουσία αντίστασης. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο εσωτερικό της κοινωνίας προϋποθέτει τον σεβασμό του νόμου και τούτο εξαρτάται κυρίως από τη δικαστική εξουσία, η οποία αποτελεί μέρος του κράτους και επεμβαίνει κυριαρχικώς για να ρυθμίζει τις συγκρούσεις των ανθρώπων και να τιμωρεί τους παραβάτες των νόμων. Η άσκηση της Δικαιοσύνης είναι χωριστή από τις άλλες κρατικές εξουσίες, αλλά πάντοτε δραστηριοποιείται μέσα στο νομικό πλαίσιο λειτουργίας του κράτους.
Στο πλαίσιο αυτής της λειτουργίας οι δικαστές οφείλουν να μην απεργούν, όχι μόνο διότι τούτο απαγορεύει το Σύνταγμα (άρθρο 23, παρ. 2) και η σχετική πράξη είναι αξιόποινη (άρθρο 247, παρ. 1 ΠΚ), αλλά διότι αποτελούν μέρος της λειτουργίας του κράτους, για το οποίο δεν μπορεί να νοηθεί διακοπή της λειτουργίας του, αλλά και διότι οι δικαστές καλούνται να δικάζουν υποθέσεις αφορώσες απεργίες άλλων. Η απεργία των δικαστών οδηγεί σε υποβάθμιση του ρόλου τους ως βασικού κρατικού θεσμού. Ο δικαστής οφείλει να διακρίνεται ως νηφάλιος και να εμπνέει σεβασμό αλλά και θαυμασμό! Τα στοιχεία αυτά συνθέτουν το μεγαλείο της αποστολής του! Πέραν τούτων, ο δικαστής πρέπει να τιμάται και ιδιαίτερα με υλικό τρόπο έχοντας αποδοχές που του εξασφαλίζουν έναν άνετο τρόπο διαβίωσης, όχι για να του ικανοποιήσουν την επιθυμία του κέρδους αλλά για να εξαρθεί η εξαιρετική θέση του μέσα στη δομή της Πολιτείας. Αντί τούτου, προσφάτως έχουμε δραστική μείωση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών που υποβαθμίζει και τον θεσμικό τους ρόλο, χωρίς ανάλογη μεταχείριση των στελεχών άλλων λειτουργιών. Ετσι ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου έχει βασικό μισθό κατώτερο εκείνου του γενικού γραμματέα υπουργείου και ούτε καν του βουλευτή. Θα αναφερθώ σχετικώς στη Γερμανία, που είναι η ατμομηχανή της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Εκεί η μηνιαία αποζημίωση του βουλευτή ανέρχεται στο ποσό των 7.666,00 ευρώ (πλήρως φορολογούμενη) και του προέδρου ανωτάτου δικαστηρίου αντιστοίχου του δικού μας Αρείου Πάγου ο μηνιαίος μισθός ανέρχεται σε 11.348,00 ευρώ.
Βλέποντας στον Τύπο τις περικοπές των μισθών των δικαστών ανατρέχω στην εποχή που υπήρξα πρωτοβάθμιος δικαστής. Το αντικείμενο της εργασίας του είναι τόσο σε όγκο και τέτοιο σε δυσκολία που ούτε δέκα χιλιάδες ευρώ δεν αποτελούν ικανοποιητική ανταμοιβή του. Αλλά βλέπω, δυστυχώς, και τον βασικό μισθό των 1.873,00 ευρώ του αρχηγού ΓΕΕΘΑ και κυριολεκτικά φρίττω! Το φαινόμενο όμως αυτό ας δώσει αφορμή να παύσει η «παραγωγή» στρατηγών μέσω της δικαστικής οδού ή άλλων μεθοδεύσεων. Στρατηγοί να είναι όσοι υπήρξαν πράγματι στρατηγοί, έστω και αν στις σχετικές κρίσεις υπήρξαν και εύνοιες και αδικίες, πράγματα που πολλές φορές συμβαίνουν.
Ο κ. Κωνσταντίνος Λυμπερόπουλος είναι επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ