Ενώ φαίνεται να είναι σαφές ότι εισερχόμαστε σε μια νέα, καλύτερη περίοδο στο «μέτωπο» των σχέσεών μας με τους λεγόμενους πιστωτές-εταίρους μας, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι το εσωτερικό κοινωνικό και πολιτικό «μέτωπο» μπορεί να αντέξει: ο πολλαπλασιασμός των κοινωνικών αντιδράσεων σε συνδυασμό με τις πελαγωμένες πολιτικές ελίτ και την ακατάσχετη δημαγωγία δεν απομακρύνουν τον κίνδυνο μιας πτώσης που αυτή τη φορά, αν συμβεί, θα μπορούσε να αποβεί μοιραία.
Επομένως, δίπλα στο γνωστό και σχετικά «ελεγχόμενο» οικονομικό χρέος αναδύεται με μεγαλύτερη σαφήνεια πλέον ένα άλλο, εσωτερικό αυτή τη φορά, χρέος: θα μπορούσε να το αποκαλέσει κανείς πολιτικο-πολιτισμικό χρέος, εννοώντας με αυτό το καθήκον της ανασυγκρότησης του δημόσιου χώρου, του κράτους και μιας διαφορετικής μαθητείας και δημόσιας συμπεριφοράς από τις ποικιλώνυμες ελίτ. Γιατί είναι αλήθεια ότι, ενώ ως τώρα μέρος των πολιτικών ελίτ ήταν δεσμευμένο στην αντιμετώπιση του «επείγοντος», σήμερα πλέον η σχετική σταθεροποίηση του εξωτερικού μετώπου επιβάλλει σε όλους μια επιστροφή στον εαυτό μας. Οχι, βέβαια, με την έννοια της εσωστρέφειας για την υλοποίηση «μικρών φιλοδοξιών», της «μικρής δημαγωγίας», όπως αποκαλούσε ο Γκράμσι τις χωρίς ιστορική προοπτική ανατροφοδοτούμενες διαιρέσεις ανάμεσα σε αρχηγούς, κόμματα και «παρατάξεις». Αλλά με την έννοια που αυτός προσέδιδε στη «μεγάλη δημαγωγία»: αυτήν της ενεργητικής και κριτικής ενδοσκόπησης, ικανής να εκβάλλει σε αξιόπιστα σχέδια αναμόρφωσης, αποδεσμεύοντας πρωτοβουλίες των κοινωνικών δυνάμεων από δημοφιλικούς και εν πολλοίς αναχρονιστικούς καβγάδες μικροκλίμακας.
Η τριετής «μνημονιακή εποχή» υπήρξε συνώνυμη για σημαντική μερίδα πολιτών με την«κατοχή». Κυριάρχησε μια πανεχθριστική «κοσμοαντίληψη» που έλεγε ότι η Ελλάδα υπήρξε θύμα διεθνούς συνωμοσίας από τους συγκαιρινούς ιλουμινάτι, όποια μορφή και αν αυτοί έπαιρναν ανάλογα με τον αριστερό ή δεξιό αφηγητή: τοκογλύφοι-τραπεζίτες, αγορές, Γερμανοί, «σιωνιστές» κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση, το «κακό» μάς ήρθε απ’ έξω, την κρίση «μας την κόλλησαν», δεν προέκυψε, ως έναν μεγάλο βαθμό, από εσωτερικά οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και πολιτικά ελλείμματα. Αυτή η εθνική απο-υπευθυνοποίηση αρθρώθηκε με αυθεντικό κοινωνικό πόνο και απελπισία, αλλά και με την απώλεια ενός ηδονιστικού σύμπαντος για πολλούς: «άνθρωποι συχνά απεγνωσμένοι από ευτυχία», όπως εύστοχα ψυχογραφεί την κοινωνική αγωνία ο Στέλιος Ράμφος στο τελευταίο του βιβλίο («Ο «Αλλος» του καθρέφτη. Ψυχογραφία της αγωνίας μας», εκδόσεις Αρμός), βρήκαν στην έξαρση του συναισθήματος («αγανάκτηση») μια αναπληρωματική έδρα για να αντιδράσουν, για να «αντισταθούν». Ορισμένοι από αυτούς αποπειράθηκαν, θεωρώντας ότι έτσι εκδικούνται, το ως τώρα αδιανόητο, πλαισίωσαν δομές αντιπολιτικής βίας που τους προσφέρθηκαν, τον μαχητικό ρατσισμό, τον έκδηλο αντισημιτισμό, τον ναζισμό. Το βήμα τους μπορεί να φαίνεται –και είναι πράγματι –μεγάλο και πρωτόγνωρο για τα σημερινά ευρωπαϊκά δεδομένα, αλλά στην πραγματικότητα εκπροσωπεί την ακραία ριζοσπαστικοποίηση ενός ήδη υπαρκτού πολιτικού και πολιτισμικού κοιτάσματος ανομίας, αχαλίνωτου εγωισμού, αντιδραστικού εθνικο-λαϊκισμού, ταυτοτικής ανασφάλειας.
Τούτη την τελευταία εικόνα πρέπει να την αναστοχαστούμε σοβαρά και σε βάθος, γιατί δεν αναπαριστά έναν «απλό» ακροδεξιό αστερισμό, ούτε πολεμάται μόνο με την επικαιροποίηση ενός μαχητικού και ενίοτε εργαλειοποιημένου αντιφασιστικού φαντασιακού. Γιατί πατάει πάνω σε σημερινά προβλήματα και τροφοδοτείται από χρόνιες πολιτισμικές παθήσεις με τις οποίες μεγάλο μέρος της πολιτικής και διανοητικής τάξης είχε και έχει ως σήμερα πλήρως συμβιβασθεί, όταν δεν τις υποδαυλίζει. Μόνο αν μας τρομάξει πραγματικά αυτό το «είδωλο» που βλέπουμε, μπορούμε να επιτεθούμε αποτελεσματικά στις αιτίες που το γέννησαν.
Πράγμα που σημαίνει μια μη ιδεολογικοποιημένη επικέντρωση στα διακυβεύματα του παρόντος: στον επανορισμό των όρων και των ορίων του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου, τη δημοκρατική συνευθύνη, δηλαδή την ελλειμματική σήμερα ιδιότητα του πολίτη. Αυτά είναι τα πεδία του «εσωτερικού» χρέους, γιατί η «κρίση» αποκάλυψε τούτο: ότι «εμείς οι Ελληνες» δεν συγκροτούμε «έθνος», δεν συναποτελούμε δημοκρατικό έθνος, βασικό στοιχείο του οποίου είναι η οριζόντια αλληλεγγύη όλων των μελών μιας ανοιχτής πολιτικής κοινότητας, παρά τις εμμένουσες διαφορές στο εσωτερικό της.
Αλλά αυτός ο κοινωνικός κατακερματισμός, που τροφοδοτήθηκε και από ποικιλώνυμους φορείς ενός διχαστικού λόγου, αυτό το θηριώδες ρήγμα στην κοινωνική αλληλεγγύη (το οποίο ιδεοτυπικά εικονίζεται στο πολιτικό και πολιτισμικό φαινόμενο της ευρύτατης φοροδιαφυγής) δεν θεραπεύεται αν δεν υπάρξει το ενωτικό «παράδειγμα» που χειραφετεί. Καλύτερα: τα επί μέρους παραδείγματα, με πρώτο αυτό των ελίτ (όσων απέμειναν και των υπό εκκόλαψη), πολιτικών, οικονομικών, διανοούμενων, μιντιακών. Ναι, φυγή προς τα μπρος, όχι στα τυφλά, όχι στον «ουτοπισμό», αλλά προς μια «ουτοπία του συγκεκριμένου», κάπως έτσι θα μπορούσε να ιχνηλατηθεί μια δύσκολη πορεία όλων μαζί προς το μέλλον.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ