Πρόσφατα, συγκλόνισε την κοινή γνώμη ο εντοπισμός μίας ομάδας δύστυχων ιεροδούλων που έπασχαν από το σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας (AIDS) ή ήσαν φορείς του ιού του HIV.
«Επί τη ευκαιρία» αυτή λοιπόν θα ήθελα να αναφερθώ στους κινδύνους που διατρέχουν οι εμπλεκόμενοι στην παροχή υπηρεσιών υγείας όταν διαχειρίζονται είτε ασθενείς που είναι γνωστό ότι πάσχουν από AIDS, αλλά, πάνω από όλα, ασθενείς που το αγνοούν.
Η χειρουργική κοινότητα θορυβήθηκε από την αρχή και έσπευσε να θεσπίσει μέτρα προστασίας τόσο στο χειρουργείο όσο και στους θαλάμους νοσηλείας των γνωστών οροθετικών ασθενών –η αναφορά των οποίων ξεφεύγει από τον σκοπό του άρθρου αυτού. Τα αυξημένα μέτρα φαίνεται ότι ελαχιστοποιούν πράγματι τους κινδύνους μόλυνσης του ιατρικού προσωπικού από τον ασθενή.
Ομως οι κίνδυνοι εξακολουθούν να υπάρχουν και να αποτελούν απειλή, όπως δείχνουν οι στατιστικές. Τι γίνεται ωστόσο στην καθημερινή άσκηση της χειρουργικής όταν το προσωπικό δεν γνωρίζει αν ο ασθενής πάσχει ή όχι από AIDS;
Στο σημείο αυτό ας μου επιτραπεί να παραθέσω μία προσωπική, ιδιαίτερα επώδυνη, εμπειρία που τη βίωσα πριν από λίγα χρόνια. Τα γεγονότα άρχισαν έπειτα από ένα τηλεφώνημα από ένα ορθόδοξο «πατριαρχείο» για να χειρουργήσω, χωρίς προσωπική αμοιβή, έναν κοσμικό που κατά τον ομιλούντα «κληρικό» είχε πλούσια κοινωνική προσφορά σε παρακείμενες βαλκανικές χώρες. Θα πρέπει να αναφέρω ότι το ιδιωτικό νοσοκομείο δέχθηκε να τον νοσηλεύσει δωρεάν, έπειτα από αίτημα επίσης του «πατριαρχείου».
Στη διάρκεια της επέμβασης ένας από τους στενούς συνεργάτες μου τραυματίστηκε από κάποιο αιχμηρό όργανο. Είναι εύλογο ότι τότε κινητοποιήσαμε, ως οφείλαμε, τους μηχανισμούς ελέγχου του αίματος του ασθενούς. Με έκπληξη, αλλά και με οδύνη, διαπιστώσαμε ότι επρόκειτο περί ασθενούς που έπασχε από AIDS –και μάλιστα υποβαλλόταν σε θεραπεία. Ο ασθενής ύστερα από λίγες ώρες, προφανώς επειδή υποψιάστηκε κάτι, δραπέτευσε από το νοσοκομείο και ποτέ δεν μάθαμε το πραγματικό του όνομα, μια και είχε δηλώσει ψευδή στοιχεία. Επρόκειτο δηλαδή περί ενός θλιβερού, αλλά και δύστυχου απατεώνα. Οπως ήταν αναμενόμενο εξάλλου, το Πατριαρχείο με το οποίο επικοινωνήσαμε αγνοούσε τα πάντα –θύμα και αυτό του ίδιου ανθρώπου. Φυσικά, ο χειρουργός υπεβλήθη σε μακρά και επώδυνη θεραπεία, ζώντας για αρκετούς μήνες με το φάσμα της πιθανής μόλυνσής του –ευτυχώς έπειτα από χρόνια είναι τελείως υγιής. Προσωπικά, δεν θα λησμονήσω στο μέλλον το εξαιρετικά επώδυνο αυτό συμβάν.
Ο αριθμός των ασθενών που πάσχουν από AIDS δυστυχώς αυξάνεται παγκόσμια. Στη χώρα μας το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων κατέγραψε ως τον Οκτώβριο του 2011 11.340 ασθενείς με λοίμωξη HIV! Το μείζον όμως είναι ότι το 2011 οι περιπτώσεις που καταγράφηκαν ήταν αυξημένες κατά 52% σε σχέση με το έτος 2010.
Η πιθανότητα επομένως ένας χειρουργός να διαχειριστεί εν αγνοία του έναν ασθενή που πάσχει από HIV αυξάνεται. Προσωπικά δεν με βρίσκει σύμφωνο η άποψη ότι όλοι οι ασθενείς θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυξημένα μέτρα προστασίας ωσάν να πάσχουν από AIDS ή από ηπατίτιδα Β. Τόσο ο χειρουργός όσο και όλο το προσωπικό, ιατρικό και νοσηλευτικό, λειτουργούν τελείως διαφορετικά, με διαφορετική ευαισθησία, όταν ξέρουν παρά όταν δεν ξέρουν. Το στρες και οι δυσκολίες της χειρουργικής επέμβασης, η αγωνία αλλά και η κόπωση, συνήθως αποσπούν την προσοχή του προσωπικού από τη διαδικασία της τήρησης των μέτρων προστασίας. Αυτό τουλάχιστον καταμαρτυρεί η μακρόχρονη εμπειρία μου. Είναι φανερό ότι ο χειρουργός πρέπει να ξέρει ποιον θεραπεύει και όχι να θεωρείται ότι κάθε ασθενής πάσχει από HIV λοίμωξη a priori.
Αδυνατώ επίσης να υποστηρίξω την άποψη ότι η μικρή πιθανότητα μόλυνσης του προσωπικού δικαιολογεί τον μη καθολικό έλεγχο πριν από την επέμβαση για HIV των ασθενών που πρόκειται να χειρουργηθούν. Δεν νοείται κατά την άποψή μου να μπαίνουν όλα στη ζυγαριά κόστους – οφέλους.
Είναι επίσης αδιανόητο οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες να μην εγκρίνουν τη δαπάνη για τη διενέργεια HIV λοίμωξης προεγχειρητικά. Εδώ θα πρέπει να πάρει θέση ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος, αλλά και η Πολιτεία. Τέλος, ο Συνήγορος του Πολίτη θα πρέπει να αναθεωρήσει τη θέση του ότι ο έλεγχος για τον ιό HIV είναι προσωπικό δεδομένο και επομένως να απαιτείται η έγκριση του ασθενούς. Εκτιμώ ότι και η διαδικασία ελέγχου πρέπει να ενταχθεί μέσα στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει το απόρρητο του ιατρικού φακέλου του ασθενούς.
Είναι αυτονόητο ότι ο γιατρός έχει τη μέγιστη ηθική υποχρέωση να διαχειρίζεται ασθενείς που πάσχουν από τον HIV. Υποχρέωση που απορρέει τόσο από τις αρχές της ιπποκρατικής Ιατρικής όσο και από τους θεσμούς της Πολιτείας. Οι γιατροί όμως που εμπλέκονται γενικά στη θεραπεία των συνανθρώπων μας αυτών που πάσχουν από HIV θα πρέπει να ξέρουν ότι υπάρχει μηδενική πιθανότητα να μολυνθούν. Και αν παρά ταύτα αυτό συμβεί, τότε θα πρέπει να θεωρηθεί ως επαγγελματικό ατύχημα, ως άτυχη στιγμή. Με κανέναν τρόπο όμως ως δυστύχημα που θα μπορούσε να είχε προληφθεί.
Ο κ. Γεώργιος Α. Ανδρουλάκης είναι καθηγητής Χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ