Η πρόσφατη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου Σε βρίσκει η ποίηση αποτελεί διπλή εξαίρεση: ποσοτική και ποιοτική. Ποσοτική, στον βαθμό που αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στις εισβολές της ποίησης στη ζωή μας. Ποιοτική, αν συνυπολογιστεί ότι στην προκειμένη περίπτωση η άσκηση της ποίησης πραγματοποιείται με τρόπο «παραβατικό». Περί αυτού ο προκείμενος λόγος, αφού προηγουμένως θιγούν κάποια θέματα ονοματολογίας και μεθόδου, τα οποία παραμένουν επιμελώς ανεκμετάλλευτα.
Το ονοματολογικό θέμα αφορά στη γενεαλογία της λέξης «ποίησις», η οποία ως λογοτεχνικός όρος εμφανίζεται σχετικώς αργά: μόλις στον Ηρόδοτο και κυρίως στην Ποιητική του Αριστοτέλη, ενώ στα ομηρικά και στα ησιόδεια έπη απουσιάζει παντελώς. Οπου όμως απαντούν το ρήμα «ποιέω» και το ρηματικό επίθετο «ποιητός» ως δηλωτικά σήματα κατασκευής εικαστικών και τεκτονικών έργων, πλάι στο ομόσημο «τεύχω», που σημαίνει επίσης «κατασκευάζω». Από την άποψη αυτή καταγωγικός «ποιητής» στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια αναδεικνύεται αναντίρρητα ο χωλός θεός Ηφαιστος, ασυναγώνιστος τεχνίτης, κυρίως μεταλλουργός, με κορυφαίο κατόρθωμα τη φανταστική «Ασπίδα του Αχιλλέα», την «έκφραση» της οποίας αναλαμβάνει στη δέκατη όγδοη ραψωδία ο επικός ποιητής. Το έλλειμμα ωστόσο αυτό της αρχαϊκής επικής ποίησης αναπληρώνεται από το ρήμα «αείδω» και τα παράγωγα «αοιδός και «αοιδή», που συνάπτουν την ποίηση και το ποίημα με το τραγούδι (φωνητικό και ενόργανο).
Δύο τουλάχιστον παρεπόμενα προκύπτουν από την ονοματολογική αυτή αναδρομή στην αρχαϊκή επική ποίηση. Το ένα: η αναγωγή της στο ρήμα «ποιώ» παραπέμπει σε μια σαφώς «επαγγελματική» τέχνη (με τα αρμόδια υλικά και εργαλεία), η στάθμη της οποίας ελέγχεται καταρχήν στην κατασκευαστική της αρτιότητα. Στοιχείο που θα ωφελούσε φαντάζομαι κάποιους ποιητές του καιρού μας, οι οποίοι προκλητικά αδιαφορούν για το θέμα αυτό.
Το δεύτερο παρεπόμενο: η επική αναπλήρωση του «ποιώ» από το ρήμα «αείδω» (και τα παράγωγά του) κατοχυρώνει εξαρχής τον ρυθμικό-μουσικό χαρακτήρα της ποίησης, που αποτυπώνεται όχι μόνο στα ποικίλα της μέτρα, αλλά και στη φωνηματική της εμβέλεια. Στοιχεία που αμελούνται συχνά στις μέρες μας, εν ονόματι και του μεταμοντέρνου οίστρου. Στη διπλή αυτή αμέλεια αντιστέκεται σθεναρώς ο Τίτος Πατρίκιος και με την τελευταία ποιητολογική συλλογή του, όπως δοκίμασα να υποδείξω στο μονοτονικό της περασμένης Κυριακής, επιμένοντας στη ρυθμική τεχνική της.
Από απόψεως τώρα μεθόδου, επιμένω στην πρότασή μου για σαφή διάκριση μεταξύ «Ποιητικής» και «Ενδοποιητικής» –ο νεολογισμός δικός μου. Η πρώτη, ιδρυτής της οποίας υπήρξε ασφαλώς ο Αριστοτέλης, σκοπεύει σήμερα (με τη συνδρομή και της νεωτερικής γλωσσολογίας) στη θεωρητική κωδικοποίηση της ποίησης (της λογοτεχνίας γενικότερα), φιλοδοξώντας να αναδείξει τα σταθερά (αν υπάρχουν) και τα εξελισσόμενα συστατικά στοιχεία της: τη φύση και τη λειτουργία της, τη μορφολογία και τους συντελεστές της, τα ιδεολογικά της ρεύματα και την εναλλασσόμενη πρόσληψή της. Με πεδίο έρευνας κυρίως τη γλώσσα: ως νόρμα και απόκλιση, ως νόημα και υπόνοια, ως λόγο και σιωπή. Σε απόσταση πάντως ασφαλείας από τα συγκεκριμένα ποιήματα, η οποία ευοδώνει την εποπτεία, ενδίδοντας σε αφαιρέσεις και συναιρέσεις του ατίθασου υλικού.
Σ’ αυτή την «εξωτερική» σκόπευση της ποίησης αντιστοιχεί η «εσωτερική» μέθοδος της «Ενδοποιητικής». Εντοπίζοντας ποιητολογικά σήματα (άμεσα και έμμεσα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ρητά και λανθάνοντα), τα οποία εκπέμπονται μέσα από το συγκεκριμένο κάθε φορά ποιητικό κείμενο, ως συνεισφορά στην ανάδειξη εκ των ένδον μιας σπερματικής θεωρίας, με ομόλογο εύρος και βάθος. Δοκιμές αυτής της μεθόδου υπήρξαν οι περισσότερες μελέτες μου τόσο της αρχαιοελληνικής όσο και της νεοελληνικής ποίησης.
Στην περιοχή της Ενδοποιητικής ανήκει αναμφισβήτητα η πρόσφατη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου. Οχι μόνον επειδή η λέξη «ποίηση» προβάλλεται με έμφαση στον τίτλο της και επανέρχεται στην κατάληξη κάθε ενότητας, εξαρτημένη από την έκφραση «εκεί απάνω σε βρίσκει». Αλλά και γιατί, μέσα και μετά από τις αντιφατικές περιπέτειές της στις οκτώ ενότητες, στην ένατη ομολογείται ο ορισμός και ο προορισμός της ποίησης. Αποτυπωμένος πρώτα ειρωνικά στα παραπλανητικά προσωπεία της και μετά στο φασματικό της πρόσωπο, ως προσφορά στον «καθένα μας». Οπου όμως το «καθένας» εύκολα εναλλάσσεται με το «κανένας», καθώς ένα σύμφωνο μόνο τα διαχωρίζει.
Εκδοχή που επιτρέπεται ίσως να φανταστούμε ότι η ποίηση υπήρξε εξαρχής αυτεξούσιο φάντασμα. Κάτι που δαιμόνιζε τον Πλάτωνα, όπως φαίνεται καθαρά στον ομόθεμο διάλογο «Ιων».
Συνεχίζεται.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ