Η συμφωνία για την εκταμίευση των 44 δισ. ευρώ και την ελάφρυνση των οφειλών της Ελλάδας προς τα κράτη που τη δανείζουν ήταν μια θετική εξέλιξη για την ελληνική οικονομία, που διαφορετικά θα χρεοκοπούσε σύντομα, αλλά και για την ευρωζώνη, που θα έμπαινε σε νέα δίνη αμφισβήτησης. Δεν αποτελεί όμως ούτε ριζική λύση για το ελληνικό χρέος ούτε σφραγίδα για την οριστική διασφάλιση παραμονής της χώρας στην ευρωζώνη. Για να επιτευχθούν αυτοί οι δύο στόχοι και να λήξει ο «κόκκινος συναγερμός» του Grexit στα διεθνή μέσα ενημέρωσης και τους κύκλους των αγορών χρειάζεται μια στρατηγική πολύ διαφορετική από τη σημερινή σε τρία τουλάχιστον μέτωπα:
Πρώτον, στο ζήτημα επαναγοράς ομολόγων. Το θέμα είναι ενδιαφέρον και σωστό, αλλά δεν έπρεπε να τεθεί από το ΔΝΤ ως τεχνικό προαπαιτούμενο για την εκταμίευση της δόσης, απλώς και μόνο για να πιέσει άλλη μία φορά εκβιαστικά την Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση πρέπει να αφορά μόνο τις τράπεζες στις οποίες οι τυχόν απώλειες μπορούν να συγκεραστούν με την ανακεφαλαιοποίηση. Με κανέναν τρόπο δεν πρέπει οι επαναγορές να επιβληθούν στα ασφαλιστικά ταμεία, τα οποία ήδη έχουν υποστεί μεγάλο πλήγμα από το υποχρεωτικό «κούρεμα» του Μαρτίου, χωρίς να προβλέπεται γι’ αυτά καμία απολύτως ενίσχυση από τη δόση. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ατομικούς ομολογιούχους που είδαν τις αποταμιεύσεις τους να «κουρεύονται» αιφνιδιαστικά, χωρίς ούτε για αυτούς να προβλέπεται κάποια ενίσχυση. Πολλοί μάλιστα είναι συνταξιούχοι και εμμέσως θα πληγούν ξανά από τυχόν νέες απώλειες των Ταμείων τους.
Αντιθέτως, εάν η κυβέρνηση ήθελε να βοηθήσει τα Ταμεία να μειώσουν κάπως τις απώλειες, θα μπορούσε να τους δώσει ένα ποσό σε μετρητά από τα 44 δισ. ευρώ προκειμένου να αγοράσουν νέα ομόλογα σε φτηνή τιμή από τη δευτερογενή αγορά και να προσμένουν την εξόφλησή τους στην ονομαστική αξία στο μέλλον. Για παράδειγμα, δίνοντάς τους 3 δισ. ευρώ θα έπαιρναν ομόλογα ονομαστικής αξίας 10 δισ. ευρώ, τα οποία μετά θα τα λογάριαζαν στα αποθεματικά της Γενικής Κυβέρνησης κατεβάζοντας τελικά το χρέος κατά 7 δισ. ευρώ!

Δεύτερο ζήτημα είναι το ποιος αναλαμβάνει το κόστος διάσωσης και ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Εάν τα κεφάλαια χρεωθούν στο Ελληνικό Δημόσιο, όπως προβλέπουν οι μέχρι τώρα αποφάσεις, τότε μπαίνουμε σε έναν παράλογο φαύλο κύκλο: η Ελλάδα «κούρεψε» τα ομόλογα των τραπεζών τον περασμένο Μάρτιο για να μειώσει το χρέος της, τώρα δανείζεται για να τους καλύψει τις απώλειες και το χρέος πάλι αυξάνεται, οπότε χρειάζεται νέο «κούρεμα» και ξανά από την αρχή. Η μόνη σοβαρή διέξοδος από το τραγελαφικό αυτό σχήμα είναι τα κεφάλαια που θα δοθούν στις τράπεζες να χρεωθούν στον μηχανισμό διάσωσης τραπεζών που αναμένεται να εγκριθεί στη Σύνοδο Κορυφής τον επόμενο μήνα και θα εφαρμοστεί πάραυτα για τις ισπανικές τράπεζες. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι εκτός από την αποφυγή χρέωσης του ισπανικού Δημοσίου, οι επόπτες του Ταμείου θα έχουν μόνο ελεγκτική αρμοδιότητα στις ισπανικές τράπεζες. Αντίθετα στην Ελλάδα το μεν κόστος το αναλαμβάνει πλήρως το Δημόσιο, αλλά οι επόπτες θα οριστούν από το ΔΝΤ με ευρύτατες εκτελεστικές αρμοδιότητες, δείγμα και αυτό της άνισης μεταχείρισης που έχει η χώρα μας.
Εάν τώρα στο κοινό ευρωπαϊκό ταμείο υπαχθούν και τα 23 δισ. ευρώ που έχουν χορηγηθεί στις τράπεζες από το 2008 ως σήμερα με κάλυψη ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, τότε η ελάφρυνση του χρέους θα είναι πολύ πιο εντυπωσιακή από οποιαδήποτε μονομερή διαγραφή επαγγέλλονται ορισμένα ελληνικά κόμματα, καθώς και από τη σημαντική διαγραφή των κρατικών δανείων που ζητούσε μέχρι προχθές το ΔΝΤ.

Τρίτον, στο ζήτημα της εγγύησης των ελληνικών καταθέσεων. Πριν από δύο μόλις ημέρες ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ενωσης επανήλθε στην ανάγκη δημιουργίας ενός νέου μηχανισμού εγγύησης των καταθέσεων όλων των πολιτών στην ευρωζώνη. Εάν η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών αναληφθεί από το κοινό ευρωπαϊκό ταμείο τραπεζών, τότε το ίδιο θα αναλάβει και την εποπτεία τους, πράγμα που θα διευκολύνει και τη συνακόλουθη παροχή εγγυήσεων για τις καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες. Μια τέτοια εξέλιξη θα κατευνάσει την ανησυχία όσων έχουν τα χρήματά τους στην Ελλάδα και τα φυγαδεύουν ή τα κρύβουν στο στρώμα τους επειδή ακόμα φοβούνται την έξοδο από το ευρώ και την άγρια υποτίμηση που θα επακολουθήσει.
Η εγγύηση θα δημιουργήσει επίσης ένα κύμα επαναπατρισμού κεφαλαίων στη χώρα, πράγμα που θα ενισχύσει σημαντικά τη ρευστότητα και την αναθέρμανση της οικονομίας, σε μια στιγμή που είναι όσο ποτέ απαραίτητο. Ακόμη πιο σημαντικό όμως είναι ότι με την εγγύηση που θα παρέχεται στις ελληνικές καταθέσεις, το κόστος εκδίωξης της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα γίνει τόσο μεγάλο που κανένας δεν θα τολμήσει πλέον να την εκβιάσει με την απειλή αυτή. Η Ελλάδα θα «κλειδώσει» έτσι στην ευρωζώνη και με περισσότερη ασφάλεια θα μπορέσει να διαπραγματευτεί τότε την απεμπλοκή της από το μνημόνιο και τη βαθιά λιτότητα και ύφεση που οι πολιτικές του έχουν επιβάλει στη χώρα.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός.