Η ελληνική οικονομία στις αρχές του 2010 θύμιζε αεροπλάνο, που ενώ πετά σε μεγάλο ύψος, οι πιλότοι (κκ Παπανδρέου, Παπακωνσταντίνου και Βενιζέλος) αντιλαμβάνονται ότι τους τελειώνουν τα καύσιμα και πρέπει να κάνουν αναγκαστική προσγείωση. Κι επειδή είναι άπειροι σε αναγκαστικές προσγειώσεις, παραδίδουν την διακυβέρνηση του αεροπλάνου εν πτήση σε πιο έμπειρους (τους κυρίους Τόμσεν, Μαζούρ και Μορς της Τρόικας).

Όμως και εκείνοι αποδεικνύονται λιγότερο ικανοί: αντί να πετάξουν περισσότερη ώρα που τους επιτρέπουν τα υπόλοιπα καύσιμα και να προσγειωθούν σε έναν έστω πρόχειρο αεροδιάδρομο, επιλέγουν απότομη προσγείωση σε χωράφι γεμάτο βράχια. Το αποτέλεσμα είναι το σενάριο 30 – 30: 30% καταστροφή του αεροπλάνου και 30% των επιβατών νεκροί, δηλαδή σωρευτική απώλεια ΑΕΠ 30% και ανεργία 30% μέχρι το 2013. Η ανεργία τον Νοέμβριο του 2012 έφτασε το 25,2% και η συνολική πτώση του ΑΕΠ το 23% περίπου. Οι τωρινές επίσημες εκτιμήσεις τρόικας – ΥΠΕΘΟ είναι – 4,3% για το 2013, οι δικές μου – 7% οπότε θα έχουμε φτάσει το – 30%.

Μέχρι σήμερα, όλες οι εκτιμήσεις της τρόικας για το μέγεθος της ύφεσης ήταν απελπιστικά λανθασμένες και οδήγησαν σε διαδοχικές αναθεωρήσεις και πρόσθετα μέτρα, οδηγώντας σε αυτό που ο νομπελίστας Ζόζεφ Στίγκλιτς ονόμασε το «σπιράλ του θανάτου»: περιοριστικά μέτρα που οδηγούν σε πτώση της ζήτησης που δημιουργεί ύφεση, που απαιτεί νέα περιοριστικά μέτρα κλπ.

Το πρόβλημα της οικονομίας ήταν διπλό: μεγάλο δημόσιο χρέος και έλλειμμα στα δημόσια οικονομικά, και έλλειψη ανταγωνιστικότητας της οικονομίας συνολικά, που εκφράζεται στο έλλειμμα του ισοζυγίου εμπορικών συναλλαγών. Για την αντιμετώπιση του διπλού προβλήματος το πακέτο μέτρων προβλέπει μείωση δαπανών και αύξηση φόρων για το πρώτο σκέλος και εσωτερική υποτίμηση για το δεύτερο, ώστε να μειωθεί το εργατικό κόστος και να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα, εφόσον λόγω ΟΝΕ – ευρώ δεν υπάρχει πια το εργαλείο της νομισματικής υποτίμησης. Μέτρα που αφορούν και τα δυο σκέλη είναι οι ιδιωτικοποιήσεις και οι διαρθρωτικές αλλαγές.

Για να γίνει πιο ανταγωνιστική η ελληνική οικονομία, η τρόικα, ακολουθώντας την μονεταριστική θεωρία ζητά: διαρθρωτικές αλλαγές στο δημόσιο (που προχώρησαν παρά ελάχιστα) και τον ιδιωτικό τομέα (άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, που αντιστοιχούν σε καρτέλ και ολιγοπώλια που μισάνοιξαν), ιδιωτικοποιήσεις (που δεν έγιναν) και μικρότερο δημόσιο τομέα και γραφειοκρατία που προχωρά πολύ αργά.

Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα βρίσκεται στην 100η θέση από 18 χώρες (με το 1 το καλύτερο) ως προς την ελκυστικότητα προσέλευσης άμεσων ξένων επενδύσεων, κοντά με την Υεμένη, το Βιετνάμ και την Παπούα – Νέα Γουινέα όπου μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατοικούσαν φυλές κανίβαλων. Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, η Ελλάδα βρίσκεται στην 96η θέση από 144 χώρες ως προς την συνολική ανταγωνιστικότητα. Επιμέρους δείκτες: γραφειοκρατία 141 (η Τρίτη χειρότερη παγκόσμια), σπατάλη πόρων στις δημόσιες δαπάνες 137 (βαθμολογία 2 με άριστα το 10) και εμπιστοσύνη στους πολιτικούς 141 (Τρίτη χειρότερη παγκόσμια, κάτω και από μη δημοκρατικά καθεστώτα, βαθμολογία 1,5 στα 10! Και πώς να μην είναι έτσι με φαινόμενα Παπακωνσταντίνου κλπ).

Η τρόικα αντί να θέσει το βάρος των προσπαθειών προσαρμογής σε αυτά τα σημεία, προσπάθησε εσφαλμένα να τονίσει την ανταγωνιστικότητα μέσω οριζόντιων περικοπών. Χωρίς να αρνηθώ πως και το εργασιακό κόστος παίζει κάποιο ρόλο, θεωρώ πως γενικευμένες οριζόντιες περικοπές είναι άδικες και αναποτελεσματικές γιατί καταργούν κάθε κίνητρο απόδοσης και κάθε σύνδεση με την παραγωγικότητα. Αν η ανταγωνιστικότητα εξαρτιόταν κυρίως από το κόστος εργασίας, οι πιο ανταγωνιστικές χώρες δεν θα ήταν το Λουξεμβούργο, η Ελβετία και η Γερμανία αλλά η Άνω Βόλτα και η Μπουργκίνα Φάσο των 1,5 δολαρίων ημερομισθίου.

Στο δημόσιο τομέα η τρόικα αντί να απαιτήσει την περιστολή των δαπανών, της σπατάλης και του λειτουργικού κόστους, έδωσε έμφαση (ή έστω συμφώνησε) με όσα μέτρα αύξησης φορολογίας προτάθηκαν. Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό ως προς την ύφεση. Η τρόικα φαίνεται να αγνοεί βασικά θέματα ακόμα και της μονεταριστικής θεωρίας (που υποτίθεται πως την καθοδηγεί, και που ο κ. Βενιζέλος, ως άσχετος με τα οικονομικά, δικαιολογούνταν να αγνοεί) όπως τη γνωστή σχέση Λάφερ (η μείωση των φορολογικών εσόδων φέρει αύξηση των εσόδων και το αντίθετο). Η αύξηση φορολογικών συντελεστών (πχ 23% στην εστίαση, εξίσωση φόρου θέρμανσης κλπ) δεν επιφέρει αύξηση εσόδων αλλά μέσω μείωσης ζήτησης μείωση αυτών, με κλείσιμο επιχειρήσεων κλπ.

Άλλα μέτρα, όπως τα τέλη στην περιουσία, η μη επιστροφή ΦΠΑΣ από εξαγωγές, η απαίτηση πληρωμής ΦΠΑ στους προμηθευτές του δημοσίου πριν εκείνοι εισπράξουν τις οφειλές του δημοσίου (πχ φαρμακοποιοί) δημιουργούν ακριβώς το αντίθετο από αυτό που ζητά η μονεταριστική θεωρία: αντί να αναπτύσσεται ο ιδιωτικός τομέας, εκτοπίζεται από τον δημόσιο.

Τέλος, η ίδια η μονεταριστική θεωρία είναι ξεπερασμένη: η δημιουργία φούσκων (κτηματική στις ΗΠΑ, δημοσιονομικού υπερδανεισμού στην Ευρώπη κλπ) καταρρίπτει την άποψη περί αυτορυθμιζόμενων αγορών ορθολογικών προβλέψεων κλπ. Ακόμα χειρότερα, η εσωτερική υποτίμηση (λιτότητα) όταν εφαρμόζεται μόνο από μια χώρα, μπορεί να της δώσει συγκριτικό πλεονέκτημα. Όταν όμως εφαρμόζεται γενικευμένα (όπως τώρα στην ΕΕ από τις χώρες του Νότου αλλά και του Βορρά, Γερμανία, Γαλλία, Μ. Βρετανία, Κάτω Χώρες) δεν δίνει πλεονέκτημα σε καμία (όπως δεν έδωσαν και οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις νομισμάτων το 1929) αλλά δημιουργεί γενικευμένη ύφεση.

Ο κ. Τόμσεν είναι ένας κακός οικονομολόγος (όλες του οι εκτιμήσεις ήταν απελπιστικά λανθασμένες) που εφαρμόζει λανθασμένα μια ξεπερασμένη θεωρία, ο ίδιος θα αποχωρήσει κάποια στιγμή (για να καταστρέψει ίσως την οικονομία όποιας χώρας είναι τόσο απελπισμένη ή ανόητη ώστε να ζητήσει βοήθεια από το ΔΝΤ), αφήνοντας όμως πίσω την κατάρα του. Αναγκάζει τον κ. Στουρνάρα να υιοθετεί μια πολιτική στην οποία νομίζω πως δεν πιστεύει, διακυβεύοντας τις μελλοντικές του πολιτικές βλέψεις και το επιστημονικό του κύρος. (Δεν χρειάζεται να είσαι καθηγητής πανεπιστημίου για να κάνεις οριζόντιες περικοπές!) Η κατάρα του σπρώχνει την Ελλάδα στο βάραθρο που οι ίδιοι οι Έλληνες άνοιξαν τις προηγούμενες δεκαετίες. Πολύ φοβάμαι πως θα χρειαστούμε με το πιο ευνοϊκό σενάριο, 15 χρόνια για να βγούμε από το βάραθρο στην επιφάνεια, να ανακτήσουμε δηλαδή το ΑΕΠ και την απασχόληση του 2007.

*Ο κ. Νίκος Κ. Κυριαζής είναι Καθηγητής Οικονομικού τμήματος Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και Συγγραφέας και συμμετείχε στην προπαρασκευή της ΟΝΕ με τις ομάδες εργασίας των κκ J.Delors και J.Moreau