Η συμφωνία των Βρυξελλών, απότοκος ουσιαστικά ενός συμβιβασμού μεταξύ της Γερμανίας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ούτε εύκολη ήταν, ούτε δεδομένη. Αντιθέτως μάλιστα πολλές φορές στην υπερδωδεκάωρη διαπραγμάτευση κινδύνευσε με ναυάγιο, όπως οι σχετικές πληροφορίες αναφέρουν.

Και εδώ οφείλουμε να επισημάνουμε, σε όσους με ευκολία υποστηρίζουν ότι ήταν δεδομένη η χορήγηση των δόσεων και η ρύθμιση των χρεών μας, ότι χωρίς την ψήφιση των μέτρων τίποτε δεν θα είχε εγκριθεί και η χώρα θα είχε βρεθεί σε άκρως δυσμενή θέση. Από εκεί και πέρα βεβαίως είναι σίγουρο ότι οι εταίροι μας θα μπορούσαν να έχουν διαλέξει πιο δυναμικές δράσεις στο ζήτημα των χρεών μας.

Η λύση που επελέγη, ο συνδυασμός των εργαλείων, όλη αυτή η σύνθεση για να ξεφύγουν από την καθαρή επιλογή της ευθείας απομείωσης των χρεών, δεν είναι η καλύτερη. Και φανερώνει τόσο το βάθος της καχυποψίας απέναντι στην ελληνική πολιτική, όσο και την επιρροή της προτεσταντικής ηθικής στην ευρωπαϊκή πολιτική.

Δεν έδρασε με ευελιξία η Ευρώπη, δεν ξεπέρασε την μίζερη προσέγγιση των άκαρδων λογιστών που δεν βλέπουν πέρα από τη βραχυπροθεσμοπαθή μύτη τους, δεν τίμησε, όπως έπρεπε, τις θυσίες του ελληνικού λαού.

Σίγουρα οι ευρωπαίοι θα μπορούσαν να είναι πιο γαλαντόμοι με την Ελλάδα. Ωστόσο «από τα ολότελα καλή και η Παναγιώταινα» που λέει ο λαός μας. Αν δεν είχαμε τη συμφωνία της Δευτέρας η Τρίτη θα ήταν μια πολύ διαφορετική μέρα. Τώρα πήραμε μια ανάσα. Έστω με τους περιορισμούς και τις πολλές επιφυλάξεις οφείλουμε γενική κινητοποίηση για την ανασύνταξη συνολικά της χώρας.

Η εξωτερική βοήθεια δεν αρκεί και δεν θα διαρκέσει για πάντα. Πράγμα που σημαίνει ότι η Ελλάδα από εδώ και πέρα είναι υποχρεωμένη, πέραν της εφαρμογής των υπεσχημένων, να ανακαλύψει ταυτόχρονα και τον δικό της αναπτυξιακό δρόμο.

Αξιοποιώντας το όποιο περιβάλλον σταθερότητας διαμορφώνει η εξωτερική βοήθεια, όλες οι εγχώριες δυνάμεις, πολιτικές,επιχειρηματικές, κοινωνικές, οφείλουν να κινήσουν γη και ουρανό προκειμένου να ξανασταθεί η χώρα στα πόδια της.

ΤΟ ΒΗΜΑ