Τα ευχάριστα νέα είναι ότι μάλλον οδηγούμαστε σε έναν συμβιβασμό των δανειστών και σε μια άρση των εκκρεμοτήτων για την εκταμίευση της δόσης –πλην απροόπτου κι εκτός ατυχήματος…
Τα δυσάρεστα νέα είναι ότι αυτός ο συμβιβασμός δεν θα αποτελέσει οριστική λύση του ελληνικού προβλήματος (όπως πολλοί ελπίζαμε…), αλλά άλλη μία μεσοβέζικη διευθέτηση.
Στην περίπτωση αυτή, η Ελλάδα θα κρατήσει το κεφάλι πάνω από το νερό. Αλλά τίποτα περισσότερο.
Δεν ξέρω αν το αυριανό Eurogroup θα ενταχθεί και αυτό στον κατάλογο των χαμένων ευκαιριών που συντάσσει τα τελευταία τρία χρόνια η Ευρωπαϊκή Ενωση. Θα το δείξει ο χρόνος.
Με βεβαιότητα όμως μπορώ να πω ότι δεν επελέγη ο δρόμος της οριστικής λύσης επειδή η Γερμανία και οι τελευταίοι εναπομείναντες σύμμαχοί της δεν θέλουν μια τέτοια λύση. Τα υπόλοιπα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις.
Αυτή η αδιαλλαξία της γερμανικής κυβέρνησης έχει δύο σκέλη:
Πρώτον, τον φόβο του πολιτικού κόστους καθώς βαδίζει προς τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2013. Οι γερμανοί ψηφοφόροι δεν θέλουν να πληρώσουν και οι γερμανοί πολιτικοί προτιμούν να τους λένε ψέματα ότι δεν θα πληρώσουν.
Δεύτερον, την εμμονή πως μόνο με αδιάκοπη πίεση και μόνο κάτω από τη συνεχή απειλή της ασφυξίας θα υποχρεωθεί η Ελλάδα να τηρήσει τις δεσμεύσεις της και να κάνει τις «μεταρρυθμίσεις» που απαιτεί η αποτυχημένη γερμανική συνταγή.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η Ελλάδα θα πάρει ανάσα. Αλλά δεν θα πάρει αέρα. Θα συνεχίσει να φυτοζωεί με την προσδοκία μιας οριστικής λύσης που δεν έρχεται.
Σε αυτό όμως δεν φταίνε μόνο οι Γερμανοί.
Φταίνε και οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις, οι οποίες τρία χρόνια τώρα δεν έχουν κατορθώσει να επεξεργαστούν ένα αξιόπιστο εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση.
«Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα» προσμένουν απλώς κάθε τρίμηνο μια τρόικα υπαλλήλων για να τους δώσει γραμμή, διαταγές και υποδείξεις.
Πολύ φοβούμαι ότι δύσκολα θα βρω παράδειγμα άλλης πολιτικής ηγεσίας που να έχει παραιτηθεί τόσο απροκάλυπτα από τον ηγετικό της ρόλο. Αλλά αυτή ακριβώς η παραίτηση έχει κοστίσει στη χώρα ίσως περισσότερο κι απ’ όσο της κοστίζει σήμερα η γερμανική πολιτική.
Και για να σταματήσω μόνο στα πρόσφατα. Τώρα φαίνεται, ας πούμε, και ανεξαρτήτως της τελικής έκβασης, ότι οι τελευταίες σχεδόν τρίμηνες διαπραγματεύσεις με τους δανειστές και μεταξύ των δανειστών διεξήχθησαν με απίστευτη επιπολαιότητα και προχειρότητα.
Οι αρμόδιοι χειρίστηκαν ένα εξαιρετικά σύνθετο και κρίσιμο ζήτημα ως μια εσωτερική υπόθεση της οποίας το ζητούμενο είναι αν θα συμφωνήσουν ο Βουδούρης ή ο Σκανδαλίδης με τα μέτρα, ενώ δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη ούτε πρόγνωση αν θα συμφωνήσουν οι Γερμανοί με το ΔΝΤ για το χρέος.
Για άλλη μία φορά, δηλαδή, δεν υπήρξε εθνικό σχέδιο. Και για άλλη μία φορά η Ελλάδα σχεδόν απείχε από τις διαπραγματεύσεις για την Ελλάδα.
Δεν είναι τυχαίο ότι την προπερασμένη εβδομάδα συναντήθηκαν στο Παρίσι οι υπουργοί Οικονομικών της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας να συζητήσουν το ελληνικό πρόβλημα και δεν κάλεσαν τον Ι. Στουρνάρα έστω για τα μάτια του κόσμου.
Ούτε είναι συμπτωματικό ότι ο τελευταίος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της ΕΚΤ ή του ΔΝΤ απευθύνεται πλέον καθημερινά στην ελληνική διοίκηση με e-mails που περιέχουν τις πιο απίστευτες και αυθαίρετες απαιτήσεις σε ύφος κατοχικού διοικητή.
«Μα δεν αντιλαμβάνεσαι ότι η χώρα τελεί υπό διεθνή έλεγχο;» θα μου πείτε.
Το αντιλαμβάνομαι απολύτως. Αλλά συνεχίζω να μη το δέχομαι ή έστω να μη μου αρέσει.
Γι’ αυτό η κατάργηση του ελέγχου από κοινού με την αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής και την ανόρθωση της χώρας είναι το μοναδικό πολιτικό σχέδιο που μπορώ να φανταστώ για τα επόμενα χρόνια.
Και το οποίο ουδόλως με απασχολεί αν θα το υπογράφει ο Σαμαράς ή ο Τσίπρας, το ΠαΣοΚ ή η ΔΗΜΑΡ, η λαϊκή Δεξιά ή η οργάνωση «Ρόζα».
Διότι φρονώ ότι η χώρα αποκλείεται ποτέ να οδηγηθεί σε ανάπτυξη αν πρώτα δεν αποκτήσει αυτοπεποίθηση.
Και αποκλείεται ποτέ να αποκτήσει αυτοπεποίθηση, αν πρώτα δεν ανακτήσει την αξιοπρέπειά της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ