Τι έγινε λάθος στην αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης; Οι έτοιμες απαντήσεις στο ερώτημα σχηματίζουν έναν μακρύ κατάλογο. Αν το ερώτημα τίθεται σε μια προοπτική κάπως χρηστική, δηλαδή για την επόμενη πράξη, οι απαντήσεις που προτάσσουν την ευθύνη του ξένου παράγοντα έχουν μικρή εσωτερική ωφέλεια. Ωστόσο, αν πρόκειται να μιλήσουμε για την ελληνική πολιτική κατάσταση, μια διαπίστωση είναι δύσκολο να αποφευχθεί: η επιμονή των εταίρων και δανειστών μας στην από κοινού ανάληψη της ευθύνης των προσαρμογών από τα τότε κόμματα εξουσίας οδήγησε σε δραματική συρρίκνωση του ελληνικού πολιτικού αστικού χώρου.
Σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια αρνητική πανευρωπαϊκή πρωτοτυπία: όλοι οι εκπρόσωποι του αστικού χώρου βρίσκονται στην κυβέρνηση. Αντιθέτως, προϋπόθεση της συστημικότητας στις δημοκρατίες του δυτικού κόσμου είναι οι αστικές πολιτικές δυνάμεις να επιμερίζονται στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση. Η εναλλαγή των αστικών κομμάτων στην εξουσία, που βρίσκεται στη βάση του δυτικού πολιτικού κανόνα, δεν είναι πια δεδομένη στο ελληνικό status quo. Επί του παρόντος βρισκόμαστε μπροστά σε ένα άλυτο πρόβλημα που δεν μπορεί παρά να επηρεάζει και την τρέχουσα διακυβέρνηση.
Αλλά η τρέχουσα διακυβέρνηση έχει πρωτίστως να ξεπεράσει τις εσωτερικές της αντιφάσεις. Ως σήμερα, μεμψίμοιρα, οχυρωμένη πίσω από την κατασκευασμένη εικόνα της ακούσιας υπακοής σε εξωτερικά κελεύσματα, η κυβέρνηση εξακολούθησε στην πράξη να τροφοδοτεί τον συντηρητισμό της ελληνικής κοινωνίας υπονομεύοντας περαιτέρω την ίδια την εκλογική της βάση. Η γενική γραμμή, της περιστολής της κρατικής δαπάνης, όπως γίνεται, και της αύξησης των κρατικών εσόδων από φόρους, επιβάλλει έναν εξισωτισμό προς τα κάτω, την ίδια στιγμή που θεσπίζεται μια ανοιχτή οικονομία. Το πρώτο σκέλος της πολιτικής αυτής αποτελεί πραγματικότητα, ιδιαίτερα οδυνηρή για μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Το δεύτερο αποτελεί ακόμη πρόγραμμα, με τη μορφή νομοθετημάτων που κυοφορήθηκαν επί μακρόν, με μικρή πεποίθηση και σοβαρές πολιτικές απώλειες. Το πρώτο πονάει και το δεύτερο τρομάζει την κοινωνία. Και ο πόνος τροφοδοτεί τον φόβο.
Τα πράγματα έπρεπε να γίνουν με την αντίστροφη σειρά. Αλλά το κόμμα που αναλώθηκε μέσα στην κρίση δεν είχε, όταν χρειάστηκε, τα αντανακλαστικά ώστε τουλάχιστον να αναλωθεί επ’ ωφελεία της χώρας. Ακόμα κι έτσι το απομεινάρι του έχει σήμερα την ευκαιρία να γράψει ένα αξιοπρεπές υστερόγραφο στη μνήμη του εμβληματικού πολιτικού σχηματισμού της Μεταπολίτευσης. Αλλά για την κυβέρνηση συνολικά όσο η νομοθέτηση υποκαθιστά το έργο και όσο η πράξη βραδύνει τόσο οι κοινωνικές αντιστάσεις οξύνονται και οδηγούνται πέρα από τα όρια του διαχειρίσιμου. Ως αποτέλεσμα, οι κίνδυνοι συσσωρεύονται: στον κίνδυνο οικονομικού ατυχήματος που μπορεί να προέρχεται από το υπερεθνικό περιβάλλον προστίθενται οι κίνδυνοι πολιτικού ατυχήματος, που δεν αφορούν μόνο τη διευθέτηση των σχέσεων μεταξύ κυβερνητικών εταίρων και τις λιποταξίες από τις γραμμές της πλειοψηφίας. Ο κίνδυνος της «κοινωνικής έκρηξης» είναι υπαρκτός, υπό τη μορφή της βίαιης δράσης ομάδων με «αντισυστημική» πολιτική στήριξη και με την παθητική επιδοκιμασία ενός μεγαλύτερου, ίσως κρίσιμου, αριθμού πολιτών. Αυτός είναι, βέβαια, ένας κίνδυνος πολιτικής εκτροπής. Το «αβγό του φιδιού» δεν είναι ίσως η κατάλληλη μεταφορά γι’ αυτό που βλέπουμε σήμερα να εκκολάπτεται. Θα αντιμετωπίζαμε δραστικότερα τον κίνδυνο αν σκεφτόμασταν ότι το «φίδι» δεν είναι φίδι, δηλαδή δεν είναι κάτι τόσο ξένο και αντίπαλο σ’ εμάς τους ίδιους. Η κατάρρευση μιας δημοκρατίας επέρχεται όταν ο ιός του φασισμού εγκατασταθεί στο μυαλό των πολλών. Δεν χρειάζεται όλοι να νοσούν. Αρκεί να γίνουν φορείς του.
Βέβαια δεν βρισκόμαστε ακόμη εκεί. Και μπορούμε να μη βρεθούμε. Εστω λοιπόν ότι αύριο παίρνουμε τη δόση. Τι κάνουμε; Η ευρωπαϊκή πορεία της Ελληνικής Δημοκρατίας θα κριθεί, πιθανώς, από την πραγματοποίηση μιας διπλής απόφασης: μακροημέρευση του κυβερνητικού σχήματος με στόχο την εξάντληση της τετραετίας και άμεση, χωρίς την παραμικρή άλλη καθυστέρηση, πραγματοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών. Η εφαρμογή, άμεσα και μαζικά, έχει μεγάλο ρίσκο. Απλώς η μη εφαρμογή έχει πολύ μεγαλύτερο ρίσκο ή μάλλον οδηγεί με βεβαιότητα στην κατάρρευση.
Είναι προφανές ότι τα περισσότερα θα κριθούν στη συγκράτηση της ανεργίας και στη μεσοπρόθεσμη αντιστροφή της τάσης της, που δεν εξαρτάται, αντίθετα με την κοινή πεποίθηση, από στοχευμένες αποχωρήσεις από τον δημόσιο τομέα. Η ελληνική οικονομία αναζητεί ένα σημείο ισορροπίας από το οποίο θα αναπτύξει μια θετική δυναμική. Αν αυτό επιτευχθεί, θα έχει, παράπλευρα αλλά ουσιαστικά, κερδηθεί και χρόνος για την ανασύνθεση του ελληνικού πολιτικού αστικού χώρου. Οπως έχουν τα πράγματα, η ανασύνθεση αυτή θα εξαρτηθεί από την επανεφεύρεση του χώρου της Κεντροαριστεράς. Αλλά αυτή είναι μια άλλη, μεγάλη, συζήτηση.
Ο κ. Αλέξης Καλοκαιρινός διδάσκει στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ