Είναι γνωστό ότι για να εξουσιάσεις έναν άνθρωπο θα πρέπει να τον κάνεις να νιώσει φόβο. Την τακτική αυτή που ακολουθούν όλα τα απολυταρχικά και φασιστικά καθεστώτα με τους μηχανισμούς καταστολής και επιβολής, την έχει υιοθετήσει και η Χρυσή Αυγή, με τα τάγματα εφόδου κατά των οικονομικών μεταναστών. Αιχμή του δόρατός τους δεν είναι να εξουσιάσουν τους μετανάστες, ούτε να υπηρετήσουν απλώς και μόνον τις ρατσιστικές αντιλήψεις τους περί φυλετικής καθαρότητας. Στόχος τους είναι μέσα από το φόβο που σκορπούν τα τάγματα εφόδου να εξουσιάσουν και να καθυποτάξουν ολόκληρη την κοινωνία.

Η υιοθέτηση της ατζέντας της Χρυσής Αυγής για την ιθαγένεια από τον πρωθυπουργό κ. Αντώνη Σαμαρά, αντικειμενικά διευκολύνει αυτή τη διαδικασία. «Νομιμοποιεί» τη δράση των ταγμάτων εφόδου, καθώς το επίσημο κράτος τους παρέχει άλλοθι με το να αποδέχεται, τρόπον τινά, τα συνθήματα και την πολιτική της Χρυσής Αυγής. Είναι, αν μη τι άλλο, ένα επικίνδυνο παιχνίδι με τη φωτιά, το οποίο μπορεί να προσλάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις την περίοδο της ύφεσης, όταν «απελευθερώνονται» οι δυνάμεις της τυφλής βίας.
Η πρωτοβουλία όμως για αλλαγή του υφιστάμενου πλαισίου για την ιθαγένεια, είναι ακατανόητη και για ορισμένους επιπρόσθετους λόγους που έχουν σχέση με τη ελληνική πραγματικότητα:
Κατ΄ αρχάς, δημιουργεί επιπλοκές στη συνοχή του κυβερνητικού σχήματος – με δεδομένη τη διαφωνία του ΠαΣοΚ και της ΔΗΜΑΡ – , σε μία περίοδο κατά την οποία οι κυβερνητικοί εταίροι διατείνονται ότι είναι αναγκαία η πολιτική σταθερότητα για την πορεία της χώρας. Το μόνο «αξιόπιστο επιχείρημα» που ερμηνεύει, αν και δεν δικαιολογεί αυτή την απόφαση, είναι ότι η πλειοψηφούσα παράταξη έχει αποφασίσει «να προχωρήσει μπροστά», αδιαφορώντας για τη στάση των κομμάτων της κυβερνητικής συμμαχίας, μετεξελισσόμενη σε ένα νέο, ευρύ κεντροδεξιό πολιτικό σχηματισμό που φιλοδοξεί να αξιοποιήσει την ανασφάλεια που δημιουργεί η οικονομική μετανάστευση σε ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας.
Δεύτερον, η αλλαγή του «νόμου Ραγκούση», εκτός του ότι θα του αφαιρούσε τα ψήγματα προοδευτικότητας, δεν θα είχε σήμερα κανένα ουσιαστικά πρακτικό αποτέλεσμα. Κι αυτό γιατί, όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία, αποτελεί μύθο ότι η Ελλάδα προχωρεί σε αθρόες νομιμοποιήσεις αλλοδαπών και σε «μαζικές ελληνοποιήσεις» καθώς σε απόλυτους αριθμούς και σε ποσοστά, χορηγεί με διαφορά τις λιγότερες ιθαγένειες στην Ευρώπη.
Μετά το ν. 3838/2010 πραγματοποιούνται οι μισές πολιτογραφήσεις συγκριτικά με το 2009 και μάλιστα με διαφανείς διαδικασίες, αν ληφθεί υπόψη ότι η χορήγηση ή μη της ιθαγένειας, αποφασίζεται από ειδική επιτροπή και δεν είναι στη δικαιοδοσία του (εκάστοτε) υπουργού Εσωτερικών. Και επειδή γίνεται πολύ λόγος για τα παιδιά των μεταναστών, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου τα παιδιά παίρνουν ιθαγένεια πριν τα 18, ενώ ο ν.3838/2010 προβλέπει τη δυνατότητα αποποίησης της ελληνικής ιθαγένειας από παιδί, που φτάνει στα 18,την οποία οι γονείς του ζήτησαν να την λάβει μόλις γεννήθηκε.
Ακόμη όμως και η αύξηση του χρόνου μόνιμης και νόμιμης παραμονής από τα επτά στα δέκα χρόνια προκειμένου να αποκτήσει κάποιος αλλοδαπός το δικαίωμα να καταθέσει αίτηση χορήγησης της ελληνικής ιθαγένειας – να επανέλθει δηλαδή το παλαιό καθεστώς – , δεν έχει κανένα πρακτικό αποτέλεσμα. Κι αυτό γιατί το 99,9% των νόμιμων μεταναστών που ζουν στην Ελλάδα έχουν ήδη συμπληρώσει πάνω από 10 χρόνια νόμιμης διαμονής.
Το θέμα αυτό μοιάζει με τον περιβόητο «φράκτη του Έβρου», για τον οποίο δαπανήσαμε εκατομμύρια ευρώ – έστω και κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ενωσης -, για να τον κατασκευάσουμε και, όταν ετοιμάστηκε, αποδείχθηκε ότι είναι… άχρηστος, καθώς ο αριθμός των παράνομων μεταναστών που εισέρχονται στη χώρα μας από τα ελληνοτουρκικά σύνορα, είναι πλέον ελάχιστος.
Ότι η αλλαγή του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου επιβάλλεται από την απόφαση της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας μόνο ως πρόσχημα μπορεί να εκληφθεί. Κι αυτό γιατί δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η κυβέρνηση γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων της τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το σκεπτικό, όμως, του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί και, ως εκ τούτου, δεν είναι γνωστό ποιες ακριβώς διατάξεις του «νόμου Ραγκούση» θα πρέπει να αλλάξουν. Η επίκληση της νομιμότητας, δηλαδή, θα πρέπει να συνοδεύεται και από την τήρηση της νομιμότητας.
Έτσι, αντί για την εσπευσμένη και πρόχειρη αλλαγή του υφιστάμενου νόμου για την ιθαγένεια, μήπως η (συγκ)κυβέρνηση θα έπρεπε να δει συνολικά το μεταναστευτικό ζήτημα, μία κίνηση η οποία θα μπορούσε υπό ορισμένες τουλάχιστον προϋποθέσεις, να θέσει στο περιθώριο και να αποδυναμώσει το ναζιστικό πολιτικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής;