TO BHMA –THE PROJECT SYNDICATE


Η πολυεπεξεργασία (multitasking) δεν είναι και το πιο δυνατό σημείο της τρέχουσας γενιάς των ηγετών της Ευρώπης. Δικαιολογημένα έχουν δώσει προτεραιότητα στην ευρωπαϊκή κρίση, που είναι το κεντρικό ζήτημα που απασχολεί το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Όμως όλα τα υπόλοιπα ζητήματα –ειδικά μια κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική σε ζητήματα ασφάλειας – παραμερίζονται εντελώς. Και φτάσαμε στο σημείο σήμερα το τέρας της επιστροφής στα κράτη-έθνη να προβάλλει ξανά το κεφάλι του.
Μπορούμε πλέον να αναγνωρίσουμε σε γενικές γραμμές την μετα-Αμερικανική παγκόσμια «μη τάξη», ή «αταξία». Οχι μόνο τις αναδυόμενες δομές της, αλλά και τους κινδύνους, τις απειλές και τις συγκρούσεις που την συνοδεύουν και γίνονται όλο και πιο έντονες.
Για την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο η οικονομική κρίση επιτάχυνε μια σειρά από μεγάλες αλλαγές. Στην Ανατολική Ασία, την πιο δυναμική και κυρίαρχη περιοχή στην υφήλιο, από πλευράς μελλοντικής οικονομικής ανάπτυξης, κλιμακώνονται οι συγκρούσεις ανάμεσα στους κυρίαρχους «παίκτες» – Κίνα, Ιαπωνία, Νότια Κορέα και Ταϊβάν – σχετικά με συνοριακά ζητήματα, εδαφικές διεκδικήσεις, ιστορικές διαφορές και κύρος. Προσθέστε την πολυετή κρίση στην κορεατική χερσόνησο και την κρίση στην Ταϊβάν που θα μπορούσαν να κλιμακωθούν ανά πάσα στιγμή.
Οι δυνάμεις της Ανατολικής Ασίας λειτουργούν χωρίς κανένα πλαίσιο πολύπλευρης συνεργασίας, σε μια πολιτική σκηνή που θυμίζει Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα. Μόνο η στρατιωτική και πολιτική παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή εξασφαλίζει την σταθερότητα της. Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα, η παρουσία αυτή αποτελεί κι ένα σημαντικό ρίσκο για το ξέσπασμα μιας παγκόσμιας σύγκρουσης ανάμεσα στη Κίνα και τις ΗΠΑ. Η Ρωσία, που εκτείνεται μέχρι την Ανατολική Ασία, αλλά λόγω της οικονομικής και πολιτικής της αδυναμίας υπήρξε ένας παίκτης δευτερεύουσας σημασίας, θα ήθελε να επωφεληθεί από αυτή την εξέλιξη.
Ομως η Ευρώπη δεν θα παίξει κανέναν απολύτως ρόλο στην περιοχή αυτή, λόγω των πόρων που θα απαιτούνταν και της απόστασης. Δεδομένης, ωστόσο, της ολοένα κι αυξανόμενης οικονομικής εξάρτησης της Ευρώπης από την Ανατολική Ασία, τα ευρωπαϊκά συμφέροντα είναι εμπλεκόμενα εκεί σε μεγάλο βαθμό –ένας συνδυασμός που μπορεί να προκαλέσει, μεσοπρόθεσμα, έντονη ανησυχία στην Ε.Ε.
Το ίδιο ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, και στη σχέση της Ευρώπης με την Νότια Ασία. Εκεί, ωστόσο, η διένεξη Ινδίας-Πακιστάν, το μετα-Αμερικανικό Αφγανιστάν του 2014 και η αβεβαιότητα όσον αφορά στο Ιράν και τον Περσικό Κόλπο, επιδρούν απευθείας στην Ε.Ε. σε ζήτημα ασφαλείας. Εκεί η ανησυχία συναντάει τον κίνδυνο.
Η Ρωσία, με τον Πούτιν στην τρίτη θητεία του ως πρόεδρος, έχει κάνει την επιλογή της. Κάτω από την ταμπέλα μιας «Ευρασιατικής Ένωσης» και στηριζόμενο στην επανακρατικοποίηση των τομέων πετρελαίου κι αερίου, το Κρεμλίνο θέλει να προσδέσει στη Μητέρα Ρωσία όσο το δυνατόν περισσότερες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Στο επίκεντρο της τακτικής αυτής βρίσκεται η Ουκρανία, ο άξονας της μετα-σοβιετικής ευρωπαϊκής τάξης.
Όμως ο Πούτιν έχει εμπλακεί σε μια βασική αντίφαση: η πολιτική της «Μεγάλης Ρωσίας» που προωθεί, απαιτεί οικονομική δύναμη και έναν πετυχημένο εκσυγχρονισμό της χώρας. Αλλά για να το καταφέρει αυτό, θα πρέπει να ενθαρρύνει μεταρρυθμίσεις που θα οδηγούσαν στην ενδυνάμωση της μεσαίας τάξης, κάτι που όπως μπορεί κανείς να δει στις μεγάλες πόλεις της Ρωσίας, έρχεται σε αντίθεση με την πελατοκρατία και την «καθοδηγούμενη δημοκρατία» που επικρατούν στη χώρα καθώς και τη διαφθορά που προκύπτει απ’ αυτές.
Το δίλημμα του Πούτιν θέτει μια σημαντική πρόκληση στην Ε.Ε. και τις ΗΠΑ, αλλά ταυτόχρονα συνιστά μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, αν επιθυμούν σημαντική και μακροπρόθεσμη εμπλοκή. Και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού όμως, το να αδιαφορείς το ζήτημα αυτό έχει λανθασμένα θεωρηθεί ως «χάραξη πολιτικής».
Σοβαρή παράβλεψη, από τη στιγμή που η ρωσική εξωτερική πολιτική έχει πάρει ξανά μια άκρως προκλητική και συγκρουσιακή στροφή. Η Ρωσία στηρίζει ένθερμα τον πρόεδρο της Συρίας Μπασάρ αλ Ασαντ και δεν φοβάται μια πιθανή σύγκρουση με τη Τουρκία ή μία de facto ρωσική συμμαχία με το Ιράν, προκειμένου να υπερασπιστεί το καθεστώς της Δαμασκού.
Μαζί με τα σύννεφα του πολέμου που πλανώνται πάνω από το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, την αποτυχημένη ειρηνευτική διαδικασία μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινιακής Αρχής και τις ριζικές πολιτικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, ο εμφύλιος της Συρίας δείχνει πως η νοτιοανατολική Ευρώπη θα συνεχίσει να αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση στον τομέα της ασφαλείας. Ωστόσο, παρά τις φιλοδοξίες της Ρωσίας να μεταμορφώσει τη «γειτονιά» της και παρά τη μείωση της αμερικανικής εμπλοκής στην Μέση Ανατολή, η Ευρώπη δεν φαίνεται ακόμη έτοιμη να δράσει.
Η σχέση Τουρκίας – Ε.Ε. χρειάζεται κι αυτή «επανεκκίνηση». Αλλιώς, αμφότερες οι πλευρές θα βρεθούν σύντομα στην πλευρά των χαμένων. Η Τουρκία αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζει τα όρια των δυνατοτήτων της, ενώ η Ε.Ε. αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να πράξει ελάχιστα στην συγκεκριμένη περιοχή, δίχως τη βοήθεια της Τουρκίας.
Εντωμεταξύ, στα νότια της Ευρώπης, κατά μήκος της Μεσογείου, αναδύονται νέοι κίνδυνοι στην υποσαχάρια Αφρική, συμπεριλαμβανομένης της απειλής ενός κράτους της Αλ Κάιντα στο βόρειο Μάλι. Αν σε όλες αυτές τις οικουμενικές αλλαγές, κάποιος προσθέσει το γεγονός ότι οι ΗΠΑ θα στρέψουν το στρατηγικό τους ενδιαφέρον στην Ανατολική Ασία, όλα «φωνάζουν» για την ανάγκη να υπάρξει επιτέλους μια ισχυρή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και πολιτικής ασφαλείας. Δυστυχώς, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: κι εδώ, η επιστροφή στα κράτη-έθνη είναι στο μυαλό των ευρωπαίων νομοθετών και πολιτών.
Στο Βερολίνο, το ερώτημα που υποβάλλεται ολοένα και πιο συχνά είναι το εξής: «τι σημαίνει αυτό για τη Γερμανία;», παρά το «τι σημαίνει αυτό για την Ευρώπη;». Το ίδιο ισχύει και σε όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Ομως μια λάθος ερώτηση οδηγεί σε λάθος απαντήσεις, επειδή τα ευρωπαϊκά συμφέροντα όσον αφορά στην ασφάλεια της, μπορούν να τύχουν υπεράσπισης μόνο εντός ενός ευρωπαϊκού και δυτικού πλαισίου – όχι σε εθνικό επίπεδο.
Γι’ αυτό πρέπει επειγόντως οι Ευρωπαίοι να εγκαταλείψουν τον επαρχιωτισμό τους, να εκπονήσουν μια κοινή εξωτερική πολιτική άξια του ονόματός της και να αρχίσουν να επενδύουν στη μελλοντική τους ασφάλεια. Η Ευρώπη πρέπει να μεγαλώσει και να αναπτύξει την ικανότητα να υπερασπίζεται η ίδια τα συμφέροντα της, επειδή πλησιάζει η μέρα που άλλοι δεν θα είναι τόσο ικανοί να το κάνουν αυτό για λογαριασμό μας, όπως έκαναν κάποτε.

*O Γιόσκα Φίσερ υπήρξε πρώην υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος της Ομοσπονδιακής Γερμανίας (1998-2005) καθώς και ηγετικό στέλεχος του κόμματος των Πρασίνων