Η ωριμότητα και η ενηλικίωση δεν είναι παρά η απομάκρυνσή μας από την παιδική ανάγκη να δημιουργούμε πρωτογενείς συνδέσεις με ιδέες, πράξεις και πράγματα. Σκοντάφτουμε σ’ ένα δήθεν αξεπέραστο παρελθόν και επιστρέφουμε σε αυτό ψάχνοντας λύσεις για το σήμερα με υλικό από το χθες. Μας ξεπερνούν οι νεότερες γενεές και τα ολοένα ακατανόητα προβλήματα και υποχωρούμε άτακτα σε ό,τι αισθανόμαστε οικείο, το οποίο ποτέ δεν μας δέχτηκε ως τέτοιο και δεν πρόκειται βέβαια ποτέ να μας παραδοθεί. «Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας» γράφει ο Γιώργος Σεφέρης, «μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε μέσα στη φυγή».

Συνυπεύθυνη για τα αδιέξοδα της σημερινής κρίσης είναι και η χρόνια απουσία μιας ζωντανής συνομιλίας με την ελληνική παράδοση, η οποία δομεί το φαντασιακό οπλοστάσιο των παιδικών μας αναμνήσεων. Η αμφιβολία, η απογοήτευση και η σύγκρουση, ως χώροι παραγωγής νοήματος, εκτοπίζονται από την κερδοσκοπική προσήλωση σε «εθνικές» αξίες. Σε μεγάλο βαθμό η υποτιθέμενη παρακμή της κομματοκρατίας και η απαξίωση των πολιτικών, η μονομερής καταγγελία των Μνημονίων και η άνοδος των ακραίων κινημάτων είναι μορφές εκδίκησης της μητρικής αγάπης και της πατρικής περηφάνιας που η ανεργία έχει οριστικά συνθλίψει.

Η βία είναι ασυγκράτητη όταν είναι το τελευταίο οχυρό της αξιοπρέπειας. Την υποθάλπει η πολιτική αστάθεια αλλά η ορμή της πηγάζει από ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς. Πυροδοτείται με αίσθημα δικαίου, ως συνέπεια της ενηλικίωσης που καταφεύγει στις συνθήκες της παιδικότητας. «Οι καταπιεσμένοι πάντοτε θα πιστεύουν το χειρότερο για τον εαυτό τους» τονίζει ο Φρανς Φανόν. Στην ταινία Biutiful ο διεφθαρμένος αστυνομικός προειδοποιεί τον εξίσου διεφθαρμένο ήρωα να μην εμπιστεύεται κάποιον πεινασμένο, κυρίως αν πεινάνε τα παιδιά του. Τίποτα δεν είναι πιο συνταρακτικό από το ταπεινωμένο βλέμμα. Και καθώς έχουν αποτύχει οι πνευματικές μορφές αντίστασης, η συντριβή και η αντίδραση είναι σωματικές.

Η πιο ισχυρή μορφή συλλογικής ταυτότητας είναι η εθνική. «Το έθνος περιγράφεται σαν μια μεγάλη οικογένεια και τα μέλη του σαν αδερφοί και αδερφές που μοιράζονται μια μητρώα ή πατρώα γη και μιλάνε μια μητρική γλώσσα» αναφέρει ο Anthony Smith. Η πατρίδα είναι το όριο και ο δείκτης της αγάπης. Είναι ο τόπος όπου επιζούν οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις ως τέτοιες και ό,τι δεν γίνεται να εξημερωθεί. «Σφάξε μας ούλους τζι’ ας γενή το γαίμαν μας αυλάτζιν, / κάμε τον κόσμον ματζιελλειόν τζιαι τους Ρωμιούς τραούλλια, / αμμά ξέρε πως ίλαντρον όντας κοπή καβάτζιν / τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια» γράφει ο Βασίλης Μιχαηλίδης. Αυτός είναι ο όρκος του δίνει ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός λίγο πριν τον θανατώσουν οι Οθωμανοί Τούρκοι όταν αποτυγχάνει η επανάσταση στην Κύπρο το 1821. Και δίδεται με βεβαιότητα.

Δεδομένου, λοιπόν, ότι οι «κολασμένοι» του Φανόν ορίζουν τον εαυτό τους ως υπεύθυνο της συμφοράς για να τη διαχειριστούν, ο εθνικισμός μαζί με τους πολέμιούς του ως επαναστατικές δυναμικές αντιμάχονται και μάλιστα με πρωτοφανή σφοδρότητα την τελευταία άμυνα των Ελλήνων. Ο «καημός» γίνεται τραμπουκισμός. Παραβλέπεται το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές μητροπόλεις του 17ου αιώνα ήδη ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για την ιδεολογική και αισθητική υπέρβαση των έργων της κλασσικής περιόδου. Δεν είναι πρωτότυπη η θέση πως οι Έλληνες δεν άξιζαν να τα κληρονομήσουν. Αυτό ήταν το όχημα της αποικιοκρατίας. Οι απόγονοι του Κυπριανού πολέμησαν τους «ελληνικούς» Ευρωπαίους.

Μέσω του ευρωπαϊκού εθνοκεντρισμού «οι μέθοδοι και ο λόγος της Δυτικής διανόησης περιορίζουν τις κατώτερες μη ευρωπαϊκές κουλτούρες σε μια θέση υποτέλειας» γράφει ο Εντουαρντ Σαίντ. Η πίστη πως οι Δυτικοί είναι πιο «ελληνικοί» από τους Έλληνες υποστηρίζει και την ελληνική υπεροψία απέναντι στην ανατολική περιφέρεια. Η απειλή της αποπομπής του Ελληνισμού από την Ενωμένη Ευρώπη τον τοποθετεί στην κατηγορία των υποδεέστερων, τους οποίους αντιμετώπιζε ως τώρα με εχθρότητα και αλαζονεία. Ταυτίζεται με «μια επικράτεια χωρίς ανάπτυξη ή εξουσία, μια επικράτεια που επέχει επακριβώς τη θέση αποικίας έναντι των ευρωπαϊκών κειμένων και της ευρωπαϊκής παιδείας».

Σε αυτό το σημείο δεν υπάρχουν επιλογές. Οι Έλληνες έχασαν σ’ ένα παιχνίδι για το οποίο δεν φρόντισαν να μάθουν έστω και στοιχειωδώς τους κανόνες του, καθώς ουδέποτε το επέλεξαν. «Όλα αυτά συμβαίνουν την ίδια στιγμή που στην Ανατολή αρχίζουν να εδραιώνονται οι μεγάλες ευρωπαϊκές αποικιακές αυτοκρατορίες ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακμάζουν» επισημαίνει ο Σαίντ. Για αυτό το λόγο καμιά «ελληνική» θεωρία δεν πρόλαβε την ελληνική καταστροφή. Μάταια η ήττα ερμηνεύεται ως τραγωδία. «Είθε ποτέ ποιος είσαι να μη μάθεις» εύχεται στον Οιδίποδα η μητέρα του. Εκείνος όμως είναι τυφλός, «θα επιμείνω να μάθω τη γενιά μου κι ας είναι ταπεινή».

* Ο κ. Μαρίνος Χριστοδούλου είναι Υπ. Διδάκτορας Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο