Είναι δεδομένο ότι η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών θέλει η χώρα να παραμείνει μέλος όχι απλώς της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της ευρωζώνης, αλλά του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου και κεκτημένου, της Ευρώπης ως συστήματος δημόσιας ζωής. Η πεμπτουσία της Ευρώπης έγκειται στο ότι ο συγκερασμός των συγκρουόμενων συμφερόντων εργασίας και κεφαλαίου επιτυγχάνεται κατά μείζονα λόγο όχι από το κράτος αλλά από το σύστημα της συλλογικής αυτονομίας. Από αυτό προκύπτει η νομιμοποίηση της ευρωπαϊκής ιδέας η οποία ισοδυναμεί με την αναγκαιότητα συνεχούς ισχυροποίησης γενικά της κοινωνικής διαβούλευσης και ιδιαίτερα των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη ταυτίζει την ευελιξία με την κατάργηση της προστασίας των εργαζομένων. Η ευρωπαϊκή αντίληψη στηρίζεται στην αρχή της επικουρικότητας, δηλαδή απόλυτη προτεραιότητα στη διαπραγμάτευση των κοινωνικών εταίρων και εφόσον καταλήξουν σε συμφωνία το κράτος νομοθετεί όπου είναι απαραίτητο. Αυτό πράττει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι ότι οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να συνθέτουν, να συμβιβάζονται και να πραγματοποιούν τις αναγκαίες συμφωνίες, αφού η αδυναμία διαλόγου και συμφωνίας δεν έχει αποτρέψει πουθενά ως σήμερα την επιβολή ευελιξίας χωρίς όρους ασφάλειας.
Στο πλαίσιο αυτό τα βασικά ζητήματα της αγοράς εργασίας, όπως είναι π.χ. οι κατώτατοι μισθοί, θα μπορούσαν να ρυθμίζονται από μία Εθνική Σύμβαση η οποία θα αποκτά καθολική ισχύ αν οι συλλογικές οργανώσεις που τη συνυπογράφουν εκπροσωπούν περισσότερο από το 50% των εργοδοτών και των εργαζομένων της χώρας. Το κράτος δημιουργεί παράλληλα μια (σοβαρή) Επιτροπή Χαμηλών Αμοιβών με καθήκον τη συνεχή εξέταση της μακρο- και μικρο-οικονομικής πορείας της οικονομίας και τεκμηριωμένες προτάσεις-πλαίσια οι οποίες αναγκαστικά αποτελούν ουσιώδη παράμετρο του κοινωνικού διαλόγου. Σε ένα επίπεδο «χαμηλότερης ευρωπαϊκής έντασης», ακόμα και μετά τις ρυθμίσεις του δεύτερου μνημονίου, θα μπορούσε η ΕΓΣΣΕ να αποκτά αυτόματα καθολική ισχύ για όλα εκείνα τα θεσμικά ζητήματα που προβλέπει και δεν άπτονται άμεσα των κατώτατων μισθών, μέχρι να ανασταλούν οι «έκτακτες περιστάσεις».
Ενα από τα πιο ευαίσθητα σημεία αφορά τις απολύσεις. Η (σχετική) ασφάλεια της απασχόλησης στα διάφορα ευρωπαϊκά συστήματα στηρίζεται είτε στον ουσιαστικό περιορισμό του δικαιώματος απόλυσης με την υποχρέωση της αιτιολογίας της είτε στον καθορισμό αποζημιώσεων αλλά με αναιτιολόγητες απολύσεις, που επικρατεί και στη χώρα μας. Και οι δύο τρόποι ωστόσο προστατεύουν τη θέση εργασίας αλλά όχι τον εργαζόμενο, καθώς δεν προηγείται κανενός είδους διασφάλιση ενισχυτικών μέτρων πριν από τις απολύσεις. Απέναντι στη νεοφιλελεύθερη ευελιξία που απαιτεί είτε τη μείωση των αποζημιώσεων και του χρόνου προειδοποίησης είτε την κατάργηση της αιτιολογίας, πρέπει να αντιπαραταχθεί ο ευρωπαϊκός δρόμος που απαιτεί τη διασφάλιση της επαγγελματικής διαδρομής του εργαζομένου μέσω της πρόνοιας για τα δικαιώματα του απολυόμενου ως την επανένταξή του στην αγορά εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό η αποζημίωση απόλυσης μετατρέπεται σε χρηματοδότηση της μετάβασης σε μία νέα θέση εργασίας και οι επιχειρήσεις αναλαμβάνουν συγκεκριμένες και μετρήσιμες υποχρεώσεις πριν από την απόλυση. Επιπλέον πόροι που μπορούν να διατεθούν για τις ενέργειες αυτές αποτελούν τα περίπου 150-200 εκατ. ευρώ ασφαλιστικών εισφορών που ήδη καταβάλλουν κάθε χρόνο επιχειρήσεις και εργαζόμενοι στον κλάδο ΛΑΕΚ (τα οποία θα μπορούσαν να αυξηθούν), καθώς και αρκετές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ του ευρωπαϊκού κοινωνικού ταμείου.
Ο ευρωπαϊκός δρόμος (και) στις εργασιακές σχέσεις απαιτεί μια νέα πολιτική πρόταση σύνθεσης και συμβιβασμών των συμφερόντων κεφαλαίου και εργασίας και κυρίως την ενίσχυση του κύρους και της ποιότητας των θεσμών.
Ο κ. Ηλίας Κικίλιας είναι διοικητής του ΟΑΕΔ και διευθυντής Ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ