ΤΟ ΒΗΜΑ –ΤΗΕ NEW YORK TIMES


Μετά από ένα άκρως ικανοποιητικό γεύμα με μεζέδες και ψάρια, χρειάζεσαι επειγόντως έναν καλό τούρκικο καφέ. Όμως ο σερβιτόρος ήταν ανένδοτος: «δεν φτιάχνουμε καφέ». «Δεν πειράζει», του αντέτεινα, «είναι ένας πλανόδιος πωλητής απέναντι, που φτιάχνει καφέ. Θα του πω να μου τον φέρει εδώ». «Δεν γίνεται αυτό που λέτε», μου απάντησε κι όταν τον ρώτησα «γιατί», έσπευσε να με κατακεραυνώσει: «γιατί αν κάναμε μια εξαίρεση για εσάς και σας επιτρέπαμε να πιείτε καφέ εδώ, τότε όλοι στο μαγαζί θα απαιτούσαν το ίδιο».
Η κυβέρνηση της Τουρκίας είχε μία εξίσου περίεργη αντίδραση απέναντι στην δημοσίευση, την περασμένη εβδομάδα, της έκθεσης της Επιτροπής Προστασίας Δημοσιογράφων. Η έκθεση καταδικάζει την κυβέρνηση για την παραβίαση των ελευθεριών του Τύπου και την φυλάκιση πολλών δημοσιογράφων. Η επίσημη απάντηση ήταν η εξής: «συγγνώμη που δεν μπορούμε να εκχωρήσουμε ελευθερία στον Τύπο, επειδή αν το κάναμε αυτό, τότε όλοι οι υπόλοιποι θα απαιτούσαν παρόμοιες ελευθερίες έκφρασης».
Η 53σέλιδη έκθεση με τίτλο «Η ελευθερία του Τύπου στην Τουρκία διανύει περίοδο κρίσης» λέει πως η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν «έχει εξαπολύσει μια μεγάλης έκτασης επίθεση με φυλακίσεις, νομικές διώξεις και δημόσιο προπηλακισμό για να επιβάλει σιωπή στους δημοσιογράφους που την επικρίνουν». Σήμερα 76 δημοσιογράφοι στην Τουρκία εκτίουν ποινές φυλάκισης έως 20 ετών, ένα νούμερο πολύ πιο πάνω από την δεύτερη πιο «κατασταλτική» χώρα, το Ιράν που έχει 42 δημοσιογράφους στη φυλακή.
Πάνω από τα 2/3 των φυλακισμένων δημοσιογράφων δεν έχουν καταδικαστεί αλλά οι υποθέσεις τους εκκρεμούν. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως οι κρατούμενοι αυτοί δεν έχουν φυλακιστεί για το δημοσιογραφικό τους έργο, αλλά επειδή διέπραξαν κάποιο έγκλημα, ωστόσο η έκθεση επισημαίνει πως οι υποθέσεις τουλάχιστον 61 εξ’ αυτών σχετίζονται με δημοσιεύματά τους ή τη συλλογή πληροφοριών και την διενέργεια συνεντεύξεων.
Η Επιτροπή Προστασίας των Δημοσιογράφων έχει εντοπίσει στην τούρκικη νομοθεσία πολλούς κατασταλτικούς νόμους εναντίον του δημοσιογραφικού λειτουργήματος, ενώ ο Ποινικός Κώδικας ευνοεί το κράτος, καθώς δίνει τη δυνατότητα σε δικαστές να χαρακτηρίσουν μεμονωμένα άτομα ως «τρομοκράτες που κάνουν προπαγάνδα» ή «έχουν συστήσει εγκληματική οργάνωση».
Έτσι, ένας εισαγγελέας θα μπορούσε κάλλιστα να διατάξει τη σύλληψη κάποιου που διαδήλωνε ειρηνικά για την διάδοση της κουρδικής γλώσσας, κάτι που αποτελεί στόχο και του –παράνομου – κουρδικού κόμματος ΡΚΚ. Σύμφωνα με το κόμμα, πάνω από 8.000 ακτιβιστές βρίσκονται στη φυλακή αναμένοντας να δικαστούν, εκ των οποίων οι 680 βρίσκονται σε απεργία πείνας. Ανάμεσά στους συλληφθέντες βρίσκονται και 17 δημοκρατικά εκλεγμένοι δήμαρχοι διάφορων τούρκικων πόλεων.
Όλοι όσοι έχουν πιαστεί σε αυτόν τον δικαστικό κλοιό-παγίδα των τούρκικων εισαγγελικών αρχών απαιτούν μεγαλύτερη πολιτιστική ελευθερία έκφρασης καθώς και δικαιώματα στον καταπιεζόμενο κουρδικό λαό.
Ωστόσο, όλη αυτή η αντιτρομοκρατική νομοθεσία δεν καταπιέζει μόνο τους Κούρδους ή τους δημοσιογράφους, αλλά και τους σοσιαλιστές και τους αριστερούς, κι όσους διαδηλώνουν για τα δικαιώματα των ζώων, μέχρι κι αυτούς που διαμαρτύρονται εναντίον της κατασκευής ενός υδροηλεκτρικού φράγματος που απειλεί το χωριό τους!
Η Άγκυρα πρέπει να προβεί σύντομα σε μια αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα, ώστε να μην θεωρούνται «εγκληματικές» οι ειρηνικές διαμαρτυρίες κάθε τούρκου πολίτη. Όμως η κυβέρνηση δεν τα βλέπει έτσι τα πράγματα. Είναι ακριβώς όπως μου το είπε ο σερβιτόρος: αν το δικαστικό σύστημα έκανε μια εξαίρεση και παρείχε δικαιοσύνη στους δημοσιογράφους, τότε, χωρίς καν να το καταλάβουμε, όλοι, γιατροί, φοιτητές, εργαζόμενοι, και δάσκαλοι, θα απαιτούσαν το ίδιο.