Ευτυχώς υπάρχει και ο κ. Γιάννης Βρούτσης και αλαφραίνει το κλίμα με τις δηλώσεις του: «Η διαπραγμάτευση και η διαβούλευση είναι μία διαρκής έννοια, η οποία πάντα θα συνεχίζεται όσο η δημοσιονομική ελευθεριότητα της χώρας δεν υπάρχει». Δεν υπάρχει λοιπόν «δημοσιονομική ελευθεριότητα» και εξ αιτίας τούτου συνεχίζεται το μπιρι μπιρι με τη ΔΗΜΑΡ για τα εργασιακά. Για να καταλάβουμε τι εστί «δημοσιονομική ελευθεριότητα» θα πρέπει να ορίσουμε μια μια τις λέξεις. Ελευθεριότητα: «η έλλειψη προσήλωσης σε κανόνες ηθικής και η ροπή προς την ηδονή ή την ακολασία». Δημοσιονομική: «που σχετίζεται με τη δημόσια οικονομία».

Τι να κάνει κι αυτός ο έρμος υπουργός Απασχόλησης, έχει παραζαλιστεί από τις διαρκείς διαβουλεύσεις και του ξεφεύγουν δηλώσεις άνευ νοήματος. Χθες έλαβε την εντολή να κάνει μασάζ στα στελέχη της Δημοκρατικής Αριστεράς, να τους εξηγήσει πως σε ό,τι αφορά τα εργασιακά η συμφωνία με τους δανειστές έχει κλείσει. Παρουσίασε τις τεχνικές πλευρές των συμφωνηθέντων δηλαδή μπήκε σε λεπτομέρειες ενός σχεδίου που κανείς δεν θέλει να ακούσει. Το πρόβλημα δεν είναι οι λεπτομέρειες αλλά το συνολικό πακέτο.

Η ΔΗΜΑΡ θεωρεί ότι μπορεί να υπάρξει περαιτέρω διαπραγμάτευση, σε πολιτικό και όχι σε τεχνικό επίπεδο. Θεωρεί ότι το ζήτημα ξεπερνά τα στελέχη της τρόικα και αφορά την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την πλευρά της η Νέα Δημοκρατία δείχνει σημάδια κόπωσης από την εγχώρια συζήτηση. Αναλώνεται στα εσωτερικά ενώ διακυβεύονται τα μέγιστα. Οπότε έχουν ξεχαστεί τα βασικά, ότι δηλαδή κάποια στιγμή πρέπει να δώσει κάτι σε εκείνους που στήριξαν το εγχείρημα της τρικομματικής συγκυβέρνησης. Το μικρό κόμμα της Αριστεράς έγινε δεκανίκι της Δεξιάς για να κρατάει τα μπόσικα σε αυτήν την δύσκολη περίοδο. Από την πρώτη στγμή ο κ. Φώτης Κουβέλης είχε ξεκαθαρίσει ότι είναι υπέρ του νέου μνημονίου αρκεί να μην ποδοπατηθούν εντελώς τα εργασιακά κεκτημένα.

Ο κ. Βρούτσης έχει, κανονικά, πολύ πιο περίπλοκο ρόλο από εκείνον του αγγελιοφόρου των δεινών. Αν δεν ληφθούν πρωτοβουλίες στη βάση όσων προτείνουν τα άλλα κόμματα της συμπολίτευσης, δεν μπορεί να θεωρεί τη στήριξή τους δεδομένη. Αραγε τη θεωρεί δεδομένη.