Αυτό που στοιχειώνει την ανθρώπινη ιστορία δεν είναι η κτηνώδης εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο και η διαίρεση των λαών σε εθνοτικές, ταξικές, φυλετικές φατρίες, ικανές να κτυπηθούν μέχρι θανάτου. Το φάντασμα που πλανιέται αέναα πάνω από την ανθρωπότητα απεικονίζεται στην ορμή και στη λαχτάρα που το πράττουν. Οι φωτογραφίες των «Επίκαιρων» με τους στρατιώτες και τους οικείους τους που δεν μπορούν να συγκρατήσουν τον ενθουσιασμό και την συγκίνησή τους είναι αληθινές.

Η ανυπομονησία των πολιτών να ριχτούν στη μάχη και να οδηγηθούν σε φρικτές πράξεις υπήρξε το αδιέξοδο του Ουμανισμού και όλων των φιλειρηνικών δογμάτων που υποστηρίζουν την ομόνοια, την αλληλεγγύη και τη φιλανθρωπία. Επισκιάζεται από το τρομακτικό προσωπείο ενός αδίστακτου και χαρισματικού ηγέτη και αποδίδεται σ’ ένα υποτιθέμενο δαρβίνειο εγγενές ή σε μια δαιμονική ιδεολογία που τυφλώνει και μαγεύει. Οι συνήθεις ύποπτοι είναι ο εθνικισμός ως ολοκληρωτισμός, ο κομμουνισμός ως δικτατορία και ο ιμπεριαλισμός σε όλα τα είδη και σε όλες τις μορφές.

Ως εκ τούτου, επικρατεί η αντίληψη πως το αίσθημα ασφάλειας, η ευμάρεια, ο αλληλοσεβασμός και η ευαισθησία δεν επιτρέπουν την ανάδυση του «κακού». Τα ακραία κινήματα ερμηνεύονται ως απόρροια της ελλιπούς παιδείας και της αποσύνθεσης του κοινωνικού και οικογενειακού ιστού. «Τα παιδιά αποφεύγουν κάποια επώδυνη αλήθεια αναζητώντας καταφύγιο σε διάφορες ιδεολογίες. Ο εθνικισμός, ο ρατσισμός και ο φασισμός, στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο από ιδεολογικές μεταμφιέσεις της προσπάθειάς μας ν’ απομακρυνθούμε από τις επώδυνες και ασυνείδητες αναμνήσεις της περιφρόνησης που βιώσαμε κάποτε» αναφέρει η Alice Miller.

Αξιοσημείωτη είναι και η θέση πως η επέτειος μιας πολεμικής σύρραξης θα έπρεπε να έχει το χαρακτήρα του πένθους και όχι ενός εορτασμού. Γιατί στο τέλος της ημέρας, οι δολοφονίες των «κακών» έχουν τις ίδιες συνέπειες με τα ανδραγαθήματα των ηρώων. Η βία ως ανθρώπινη δυνατότητα αποδεσμεύεται από το ιστορικό της αντικείμενο και επικολλάται σε οτιδήποτε προκύπτει ως «κακό». Επιτείνεται όταν ο ηρωισμός αισθητικοποιείται στο προφίλ ενός εκπαιδευμένου φονιά, ο οποίος εξίσου αυθαίρετα μπορεί να ανήκει στους απέναντι. «Μια ιδεολογία, όμως, που δύσκολα παράγει δολοφόνους, εξίσου δύσκολα παράγει και ήρωες» επισημαίνει ο Καίσαρ Μαυράτσας.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η υπεράσπιση της πατρώας γης θα έπρεπε να περιβάλλεται με θλίψη και να αντιμετωπίζεται ως συμφορά. «Γιατί πάντα αυτός ο ρωμαλέος, / γιατί πάντα αυτός ο γενναίος πολεμιστής / ν’ αντιπροσωπεύει τον Άγνωστο Στρατιώτη;» αναρωτιέται ο Κώστας Μόντης. «Υπάρχουν κι’ άλλοι πιο δειλοί, πιο αδύνατοι, / με πιο ρυτιδωμένα μέτωπα, / με μια πικρή σκέψη στο βλέφαρο, / με πολλούς υπολογισμούς πίσω απ’ την σκανδάλη. / Δε μας κάνουν αυτοί, / δε γίνουνται αγάλματα αυτοί;»

Γίνεται έτσι κατανοητό γιατί στα φωτογραφικά αρχεία των μαζικών επιστρατεύσεων των Μεγάλων Πολέμων δεν αποτυπώνεται σε πρώτο πλάνο το μίσος, η απέχθεια και ο φόβος για τον «άλλο». Η μάνα καμαρώνει και παροτρύνει τον ένοπλο γιο, ο οποίος αντικρίζει ισότιμα τον πατέρα που αναπολεί τις δικές του πολεμικές εμπειρίες. Όσοι κλαίνε, δεν το κάνουν από απόγνωση αλλά από χαρά. Όσοι μένουν πίσω είναι υποδεέστεροι. Η αγάπη, πολύ πριν τον εθνικισμό και οποιανδήποτε άλλη ιδεολογία ή στρατιωτική εκπαίδευση, είναι το ουσιαστικότερο πολεμικό υλικό.
Η εθελούσια στράτευση των «δειλών» και των «αδύναμων» που παρατηρείται σήμερα, συμβαίνει και ως μίμηση της επετειακής εικόνας. Η μεταμφίεση εκτός από συναρπαστική αποδεικνύεται και μη αναστρέψιμη. «Η προηγουμένως κρυμμένη, απάνθρωπη συμπεριφορά προς το αδύναμο παιδί γίνεται τώρα κάτι παραπάνω από εμφανής μέσω της βίας αυτών των “πολιτικών” ομάδων. Ωστόσο οι ρίζες της βίας στην παιδική ηλικία, στην παντελή έλλειψη σεβασμού για το πρώην μικρό παιδί, παραμένουν κρυμμένες ή γίνονται αντικείμενο απόλυτης άρνησης όχι μόνο από τα μέλη αυτών των ομάδων αλλά και από ολόκληρη την κοινωνία» συμπληρώνει η Miller.

Η μίμηση είναι εκφοβισμός. Η χαμένη πραγματικότητα ως τέτοια «δεν μπορεί πια να ξαναγίνει παρά με το να επαναλαμβάνεται επ’ άπειρον, σ’ ένα ξύπνημα που επ’ άπειρον ποτέ δεν πετυχαίνεται» διευκρινίζει ο Jacques Lacan. «Το πραγματικό υποστηρίζει τη φαντασίωση, η φαντασίωση προστατεύει το πραγματικό» και εντέλει «η πραγματικότητα είναι εδώ και υποφέρει, εδώ και περιμένει».

Ο κ. Μαρίνος Χριστοδούλου είναι Υπ. Διδάκτορας Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο