Η ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος κατέχει μια εμβληματική θέση στη νεότερη ιστορία της χώρας. Μια σημαντική οθωμανική πόλη, αξιοζήλευτα τοποθετημένη ανάμεσα σε χερσαίους και θαλάσσιους δρόμους, κατοικημένη από μια πολυεπίπεδη και δραστήρια κοινωνία, προσέδωσε με την ενσωμάτωσή της ισχυρούς συμβολισμούς στην εθνική επέκταση των Ελλήνων. Ανήκε σε ζωτικούς για την εποχή χώρους όπως τα οθωμανικά εδάφη, τα Βαλκάνια, η Μακεδονία και ενίσχυσε την εθνική αυτοπεποίθηση για την επίτευξη των στόχων της Μεγάλης Ιδέας.
Σήμερα, έναν αιώνα μετά, μπορούμε να σταθούμε σε δύο ζητήματα άμεσα συσχετισμένα με την ιστορία της Θεσσαλονίκης τα οποία αποκτούν ιδιαίτερη επικαιρότητα. Η θυματοποίηση του έθνους και οι εγκλήσεις κατά των πάσης φύσεως «ισχυρών», «Μεγάλων Δυνάμεων» που επιβουλεύονται τα «εθνικά δίκαια» αποτελούν επαναλαμβανόμενο μοτίβο τμήματος της εθνικής μας ρητορικής. Στις αρχές του 20ού αιώνα ωστόσο το ελληνικό εθνικό κράτος διπλασίασε εδάφη και πληθυσμούς εν μέσω μιας ευρωπαϊκής και διεθνούς συγκυρίας που το έφεραν σε πλεονεκτική θέση απέναντι σε ανταγωνιστικά του εθνικά κράτη στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής. Υπ’ αυτή την έννοια, η ενσωμάτωση μιας πόλης όπως η Θεσσαλονίκη αλλά και περιοχών όπως τα Επτάνησα ή η Θεσσαλία νωρίτερα, καθώς και η Ηπειρος, η Κρήτη κτλ., θα μπορούσε να διαβαστεί ως «ιστορία επιτυχίας» ενός εθνικού προγράμματος στο πλαίσιο των ευρύτερων γεωπολιτικών εξελίξεων. Αυτές οι εξελίξεις δείχνουν επίσης πως η Ελλάδα δεν συγκαταλέγεται μονίμως μεταξύ των θυμάτων των «Μεγάλων Δυνάμεων» και των ισχυρών αυτού του κόσμου και ότι ορισμένες εθνικές στρατηγικές αποδείχθηκαν επιτυχείς, στο πλαίσιο των ευρύτερων πολιτικών συγκυριών αλλά και στο πλαίσιο συνεκτικών χειρισμών. Στην πραγματικότητα, περισσότερο επισφαλής και επίφοβη από τη θέση των Ελλήνων στα μάτια των ξένων αποδείχθηκε λίγο αργότερα η θέση τους στα δικά τους μάτια. Η προσκόλληση σε ένα εθνικό πρόγραμμα με αξιώσεις συγκρότησης μιας αυτοκρατορίας ήταν ένα μάλλον εξαιρετικά μεγαλεπήβολο σχέδιο για τις δυνατότητες της χώρας. Η κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας στο Μικρασιατικό Μέτωπο και η καταστροφή που επακολούθησε μαρτυρούν την αναγκαιότητα της επανεκτίμησης τόσο των δομικών υλικών της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας όσο και της συνοχής και των προοπτικών του συγκεκριμένου εθνικού προγράμματος στο πλαίσιο των ευρύτερων γεωπολιτικών συσχετισμών.
Η ανθρωπογεωγραφία της Θεσσαλονίκης, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, μας καλεί επίσης να ξανασκεφθούμε τις συναρμογές ανάμεσα σε εθνοτικούς, θρησκευτικούς και ταξικούς παράγοντες μέσα σε μια κοινωνία. Η Θεσσαλονίκη, μια κατά μείζονα λόγο «εβραϊκή πόλη», στις αρχές του 20ού αιώνα βίωσε τη διαδικασία της εθνικής ομογενοποίησης και του «εξελληνισμού», όπως και άλλες περιοχές που ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος. Το φαινόμενο δεν ήταν ασυνήθιστο κατά την περίοδο που αναφερόμαστε και δεν αποτελούσε ελληνική ιδιαιτερότητα. Η ύπαρξη όμως μιας μεγάλης εβραϊκής κοινότητας με σημαίνουσα θέση στην πόλη προσέδωσε στη διαδικασία αυτή τα χαρακτηριστικά της συνάντησης με έναν «αρχετυπικό Αλλον» που ήταν οι Εβραίοι για την κυρίαρχη και ισχυρή τάση της ελληνορθόδοξης ταυτότητας. Οι διακοινοτικές σχέσεις είναι βέβαια σύνθετες και πολυεπίπεδες. Ωστόσο οι κεντρικές πολιτικές γύρω από τον «εξελληνισμό» αλλά και οι διάχυτες αντιλήψεις για την ελληνική ταυτότητα δεν επέδειξαν δυστυχώς ανοσία ούτε στις διακρίσεις αλλά ούτε και στον αντισημιτισμό. Οι εθνοτικοί/θρησκευτικοί αλλά και οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί τροφοδότησαν μια κλιμακούμενη αντισημιτική ρητορική που σημάδεψε την ιστορία τόσο της Θεσσαλονίκης όσο και της Ελλάδας. Οι πολιτικές διακρίσεων που αφορούσαν τόσο τις οικονομικές όσο και τις κοινωνικές και πολιτικές δραστηριότητες έφθασαν ως την «πολιτική γκετοποίηση», τους χωριστούς εκλογικούς καταλόγους, αλλά και το άγριο πογκρόμ κατά των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Αυτές οι πολιτικές ενισχύθηκαν κατά τη δεκαετία του 1930 από τη δράση και τον λόγο εθνικιστικών οργανώσεων που αντλούσαν από τον ανερχόμενο εθνικοσοσιαλισμό. Η φυσική εξόντωση και ο αφανισμός του συνόλου σχεδόν των Εβραίων της Θεσσαλονίκης αλλά και μεγάλου αριθμού των Εβραίων της υπόλοιπης Ελλάδας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ξεθεμέλιωσε μια παρουσία αιώνων στον ελληνικό χώρο. Αποτέλεσε μία από τις πιο εφιαλτικές και αποκρουστικές πτυχές της σύγχρονης ιστορίας μας.
Οι ιστορικές επέτειοι θα μπορούσαν να αποτελούν ευκαιρία για αναστοχασμό. Τόσο η επέτειος για την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης όσο και η 28η Οκτωβρίου είναι σημαντικές στιγμές για να αναλογιστούμε το μακρινό αλλά και το πρόσφατο παρελθόν της Ελλάδας στο πλαίσιο μιας συγκυρίας όπου τα σκοτεινά και καταστροφικά πρόσωπα του ακραίου εθνικισμού, του ρατσισμού και της βίας ξεπροβάλλουν μπροστά μας –ή ίσως και μέσα μας.
Η κυρία Εφη Γαζή είναι επίκουρη καθηγήτρια της Ιστορίας και της Θεωρίας της Ιστοριογραφίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ