Η κλιµάκωση της κρίσης φάνηκε να ανακόπτεται µετά την έγκριση που έδωσε το γερµανικό Συνταγµατικό Δικαστήριο στον Ευρωπαϊκό Μηχανισµό Σταθερότητας (ESM). Αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι η ευφορία δεν διήρκεσε για πολύ. Διότι το νέο ξεκάθαρο πρόγραµµα νοµισµατικών συναλλαγών της ΕΚΤ χρειάζεται να συµπληρωθεί µε µια πορεία ολοκλήρωσης της ευρωζώνης προς µια ενιαία φορολογική αρχή, µια τραπεζική ενοποίηση και µια µορφή αµοιβαίου επιµερισµού των χρεών. Και προϋποθέτει αποφασιστικές αλλαγές στο µείγµα µακροοικονοµικής πολιτικής σε ολόκληρη την ευρωζώνη.
Το ESM, με την υποστήριξη της ΕΚΤ, θα μπορούσε να γίνει μια ευρωπαϊκή εκδοχή του ΔΝΤ και τα νέα κεφάλαια του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού θα μπορούσαν να γίνουν, με τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, η Παγκόσμια Τράπεζα της Ευρώπης. Εκεί που δεν παρατηρείται ουσιαστικά καμία πρόοδος είναι ο επανακαθορισμός του μείγματος μακροοικονομικής πολιτικής. Η κρατούσα στρατηγική της Ευρώπης παραμένει απλώς η άσκηση πιέσεων για εσωτερική υποτίμηση προς τις νότιες χώρες, με υπερβολική λιτότητα που αποσκοπεί στον δραστικό αποπληθωρισμό τιμών και μισθών. Αν και ως κάποιο βαθμό η εσωτερική υποτίμηση επιτεύχθηκε, κατέστη φανερό ότι η αποπληθωριστική περιδίνηση, κυρίως στην Ελλάδα και την Ισπανία, προκαλεί τόσο γρήγορη κάμψη της παραγωγής που οι περαιτέρω περικοπές και αυξήσεις φόρων δεν μπορούν να περιορίσουν πλέον τα ελλείμματα και τα χρέη ως ποσοστά του ΑΕΠ.
Η περισσότερη λιτότητα εκείνο που καταφέρνει είναι να καθιστά όλο και πιο σύντομα ανέφικτους τους δημοσιονομικούς στόχους που τίθενται. Ετσι οι αγορές έχουν αρχίσει και πάλι να λαμβάνουν υπόψη τους την πιθανότητα επιστροφής των χωρών αυτών στα παλαιά τους νομίσματα, προοπτική που εμφανίζει τη σχέση του χρέους ως προς το ΑΕΠ πολύ χειρότερη από όσο θα λογιζόταν αν υπήρχε η βεβαιότητα της συμμετοχής στην ευρωζώνη.
Ενώ όλα αυτά συμβαίνουν στις νότιες χώρες της Ευρώπης, οι περισσότερες από τις βόρειες χώρες απολαμβάνουν πλεονάσματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών. Το πλεόνασμα της Γερμανίας έχει φθάσει στα 216 δισ. δολάρια, έχει ξεπεράσει εκείνο της Κίνας και είναι το υψηλότερο παγκοσμίως σε απόλυτο αριθμό. Το επίπεδο είναι τρομακτικό διότι για τη δημιουργία του προϋποθέτει μεγάλη ζήτηση από την υπόλοιπη Ευρώπη και από τον υπόλοιπο κόσμο. Επιβάλλοντας υπερβολική λιτότητα σε χώρες της Νότιας Ευρώπης την ώρα που περιορίζονται οι εξαγωγές τους λόγω μειωμένης ζήτησης στον Βορρά είναι σαν να χορηγεί κανείς υπερβολική δόση φαρμάκου σε έναν ασθενή ενώ ταυτόχρονα του κόβει το οξυγόνο.
Η πολιτική και οικονομική επιτυχία των απαραίτητων διαρθρωτικών αλλαγών της Νότιας Ευρώπης προϋποθέτει την τόνωση της ζήτησης στον Βορρά. Οι βόρειες χώρες φοβούνται για την ανταγωνιστικότητά τους. Αλλά πρέπει να αντιληφθούν ότι οι πλεονασματικές χώρες δεν μπορούν να συνεισφέρουν λιτότερο από τις ελλειμματικές στην αποκατάσταση των ισορροπιών, επειδή απλούστατα η παγκόσμια οικονομία δεν μπορεί να εξαγάγει προϊόντα στο… Διάστημα. Το επιχείρημα αυτό προβάλλεται όταν μιλάμε για το κινεζικό πλεόνασμα, αλλά αγνοείται όταν μιλάμε για τη Βόρεια Ευρώπη.
Αν οι συντηρητικοί πολιτικοί και οικονομολόγοι στον Βορρά της Ευρώπης επιμείνουν στην πολιτική λιτότητας, μπορούν να προκαλέσουν ακόμη και το τέλος της ευρωζώνης. Και μαζί με αυτό το τέλος του ευρωπαϊκού σχεδίου ειρήνης, ολοκλήρωσης και ενσωμάτωσης της Ευρώπης, όπως το γνωρίσαμε και εφαρμόστηκε επί δεκαετίες. Με τα επιχειρήματα αυτά δεν υποτιμούμε την ανάγκη να γίνουν στον Νότο γενναίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση της τόνωσης της ανταγωνιστικότητας. Σκοπός τους είναι να δώσουμε στις μεταρρυθμίσεις αυτές τη δυνατότητα να πετύχουν.
Ο κ. Κεμάλ Ντερβίς είναι πρώην υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας, πρώην διευθυντής του Προγράμματος Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (UNDP), πρώην αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας και νυν αντιπρόεδρος του Brookings Institution.