ΤΟ ΒΗΜΑ – ΤΗΕ PROJECT SYNDICATE
Στην τελευταία συζήτηση επί του δημοσιονομικού συμφώνου που πραγματοποιήθηκε στο γαλλικό κοινοβούλιο, η σοσιαλιστική κυβέρνηση της χώρας αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι η επικύρωση του εν λόγω συμφώνου θα υπέσκαπτε τη γαλλική εθνική κυριαρχία. «Δεν δημιουργεί το παραμικρό εμπόδιο στις κρατικές μας δαπάνες», διαβεβαίωσε ο πρωθυπουργός Ζαν-Μαρκ Ερό. «Η κυριαρχία επί του προϋπολογισμού παραμένει στο κοινοβούλιο της Γαλλικής Δημοκρατίας», προσέθεσε.
Καθώς ο Ερό προσπαθούσε να καθησυχάσει τους επιφυλακτικούς συναδέλφους του, συμπεριλαμβανομένων αρκετών στελεχών του δικού του κόμματος, ο Ευρωπαίος Επίτροπος Ανταγωνιστικότητας Χοακίν Αλμούνια έστελνε ένα παρόμοιο μήνυμα στους σοσιαλδημοκράτες ομόλογούς του στις Βρυξέλλες. Για να επιβιώσει η Ευρώπη, είπε, «πρέπει να διαψεύσει όσους πιστεύουν ότι η σχέση παγκοσμιοποίησης και εθνικής κυριαρχίας είναι συγκρουσιακή».
Κανείς δε θέλει να εκχωρήσει εθνική κυριαρχία και, απ’ό,τι φαίνεται, λιγότερο από όλους οι πολιτικοί της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Ωστόσο, αρνούμενοι να αποδεχθούν το γεγονός ότι η βιωσιμότητα της ευρωζώνης εξαρτάται από σημαντικούς περιορισμούς σε επίπεδο εθνικής κυριαρχίας, οι ευρωπαίοι ηγέτες παραπλανούν τους ψηφοφόρους τους, καθυστερούν τον εξευρωπαϊσμό δημοκρατικών πολιτικών και αυξάνουν το πολιτικό και οικονομικό κόστος του τελικού διακανονισμού.
Η ευρωζώνη αποβλέπει σε πλήρη οικονομική ολοκλήρωση, η οποία συνεπάγεται μείωση έως εξάλειψη του κόστους στο διασυνοριακό εμπόριο και στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Προφανώς, αυτό σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να καταργήσουν τις άμεσες συναλλαγές στο εμπόριο και τις ροές κεφαλαίου. Σημαίνει επίσης ότι πρέπει να εναρμονίσουν τους εγχώριους κανόνες και κανονισμούς –όπως τα πρότυπα ασφαλείας των προϊόντων και τους κανονισμούς των τραπεζών –με εκείνους των κρατών-μελών, ώστε να διασφαλισθεί ότι δε θα λειτουργήσουν ως έμμεσα εμπόδια στις εμπορικές συναλλαγές. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αφήσουν κατά μέρος τις αλλαγές σε αυτές τις πολιτικές, ώστε η ίδια η αβεβαιότητα να μην λειτουργήσει ως επιπλέον κόστος.
Για να το θέσουμε απλά: η επιτυχία του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έγκειται στον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας. Το γεγονός ότι το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει τεθεί εν αμφιβόλω, οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι η εθνική κυριαρχία μπαίνει για μία ακόμη φορά στη μέση. Σε μία πραγματική οικονομική ένωση, στηριζόμενη σε πολιτικούς θεσμούς κοινούς σε όλη την ΕΕ, τα χρηματοπιστωτικά προβλήματα της Ελλάδας, της Ισπανίας και άλλων κρατών-μελών δε θα είχαν λάβει τις διαστάσεις που έχουν σήμερα, απειλώντας την ύπαρξη της ίδιας της Ένωσης.
Αναλογιστείτε το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Κανένας δεν παρακολουθεί το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών π.χ. της Φλόριδας σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα, παρόλο που μπορεί εύκολα να μαντέψει κανείς ότι είναι τεράστιο (καθώς το κράτος εκεί φιλοξενεί πολλούς συνταξιούχους που ζουν με επιδόματα προερχόμενα από αλλού).
Όταν η κυβέρνηση της Φλόριδας πτωχεύσει, οι τράπεζες της πολιτείας αυτής θα εξακολουθήσουν να λειτουργούν κανονικά, καθώς υπόκεινται σε ομοσπονδιακή κι όχι σε κρατική δικαιοδοσία. Όταν οι τράπεζες της Φλόριδας πέσουν έξω, τα κρατικά δημοσιονομικά προστατεύονται, καθώς οι τράπεζες τελούν υπ’ευθύνη των ομοσπονδιακών θεσμών αποκλειστικά. Κι όταν οι εργαζόμενοι της Φλόριδας μείνουν άνεργοι, λαμβάνουν επιδόματα ανεργίας από την Ουάσιγκτον.
Οποτε οι αμερικανοί ψηφοφόροι απογοητεύονται με την οικονομία, δεν εξεγείρονται εκτός της πρωτεύουσας της πολιτείας, αλλά ασκούν πίεση στους αντιπροσώπους τους στο Κογκρέσο, ώστε αυτοί με τη σειρά τους να ασκήσουν πίεση για αλλαγή στις ομοσπονδιακές πολιτικές. Και κάθε άλλο παρά έλλειψη εθνικής κυριαρχίας χαρακτηρίζει τις ΗΠΑ.
Η σχέση εθνικής κυριαρχίας και δημοκρατίας είναι επίσης παρεξηγημένη. Δεν είναι όλοι οι περιορισμοί στην άσκηση εθνικής κυριαρχίας αντιδημοκρατικοί. Οι πολιτικοί επιστήμονες κάνουν λόγο για «δημοκρατική ανάθεση» – την ιδέα ότι ένα κυρίαρχο κράτος μπορεί να θέλει να περιορίσει την εξουσία του (μέσω διεθνών δεσμεύσεων ή ανάθεση σε αυτόνομες υπηρεσίες), προκειμένου να επιτύχει καλύτερα αποτελέσματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: η ανάθεση της νομισματικής πολιτικής σε μία ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα προκειμένου να διατηρηθεί η σταθερότητα των τιμών.
Ακόμη κι αν επιλεκτικοί περιορισμοί της εθνικής κυριαρχίας ενισχύσουν τη δημοκρατία, δεν μπορεί να εγγυηθεί κανείς ότι το ίδιο θα ισχύσει με όλους τους περιορισμούς που ενέχει η ολοκλήρωση της αγοράς. Σε επίπεδο εσωτερικής πολιτικής, η ανάθεση περιορίζεται σε λίγους και συγκεκριμένους τομείς, όπου τα ζητήματα αυτά τείνουν να είναι ιδιαιτέρως τεχνικά και οι διαφορές των ψηφοφόρων μικρές.
Μία οικονομική παγκοσμιοποίηση ευνοϊκή προς τη δημοκρατία θα σεβόταν αυτούς τους περιορισμούς. Θα επέβαλλε μόνο τους περιορισμούς που συνάδουν με τη δημοκρατική ανάθεση, πιθανόν μαζί με έναν περιορισμένο αριθμό διαδικαστικών κανόνων (όπως η διαφάνεια, η λογοδοσία, η αντιπροσώπευση, η χρήση επιστημονικών στοιχείων κτλ.).
Όπως δείχνει το παράδειγμα των ΗΠΑ, η εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας – για παράδειγμα στην περίπτωση της Φλόριδας, του Τέξας, της Καλιφόρνιας και άλλων πολιτειών –δε συνεπάγεται ούτε προϋποθέτει απαραίτητα δημοκρατικό έλλειμμα. Ο συνδυασμός όμως της ολοκλήρωσης της αγοράς με τη δημοκρατία στην Ευρώπη προϋποθέτει τη δημιουργία υπερεθνικών πολιτικών θεσμών, τα οποία θα εκπροσωπούν και θα λογοδοτούν.
Παγκοσμιοποίηση, δημοκρατία και εθνική κυριαρχία δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Θα πρέπει να διαλέξουμε δύο εκ των τριών. Εάν οι Ευρωπαίοι ηγέτες θέλουν να διατηρήσουν τη δημοκρατία, πρέπει να διαλέξουν μεταξύ πολιτικής ένωσης και οικονομικού κατακερματισμού. Πρέπει είτε να αποκηρύξουν μία και καλή την οικονομική κυριαρχία είτε να την χρησιμοποιήσουν προς όφελος των πολιτών τους. Όσο καθυστερούν να επιλέξουν, τόσο θα αυξάνεται το οικονομικό και πολιτικό κόστος που θα κληθούν στο τέλος να πληρώσουν.
* Ο Dani Rodrik είναι Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο Kennedy School of Government του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ των ΗΠΑ