Δεν είναι βολικό να βρεθείς από νωρίς πιασμένος στο δίχτυ της μητρικής σου γλώσσας, παραμελώντας άλλες γλώσσες γύρω σου, που λέγονται και είναι ισχυρές. Φαίνεται όμως πως και στο κεφάλαιο αυτό ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται, οπότε αρχίζει άλλου είδους ζόρι. Αποκλεισμένος, θέλοντας και μη, στο γλωσσικό καβούκι σου, ψάχνεις και ψάχνεσαι για κάποια άλλη αγάπη, μήπως σε σώσει από τη μεγάλη μοναξιά. Το γράψιμο είναι μια λύση, αλλά όχι μόνο του. Θέλει στο πλάι του και μια αναγνώριση σε βάθος (αυτό που λέμε αλλιώς: ανάγνωση), μήπως ανακαλύψεις τον ομφάλιο λώρο. Αν είσαι κάπως τυχερός κι όχι πολύ περήφανος, τον νιώθεις ίσως και στη μετάφραση που λέγεται ενδογλωσσική, για την οποία υπάρχει διαθέσιμο ένα κείμενο ομολογημένης απορίας. Αυτό, με κάποιες εύλογες προσαρμογές, μεταφέρεται σήμερα εδώ, σαν πλάγιο βήμα πρόσβασης στο θέμα που υποσχέθηκα.
Η μετάφραση στις μέρες μας έγινε αυτοτελής επιστήμη, μοιρασμένη σε θεωρίες και εφαρμογές, που δεν τα πάνε τόσο καλά μεταξύ τους. Κάπου στη μέση κρέμονται κάποια διλήμματα (πλαστά, γνήσια, μεικτά), που ο μεταφραστής οφείλει να τα έχει υπόψη του. Καταλογίζονται εφεξής τρία, προσανατολισμένα στην ενδογλωσσική κυρίως μετάφραση:
1. Ποια είναι η καλή μετάφραση; Η πιστή, η άπιστη, η μπάσταρδη; Η κατά γράμμα, όπως έγραφα τις προάλλες, ή κατά το πνεύμα του πρωτότυπου κειμένου; Η φιλολογική, η λογοτεχνική, η άστεγη; Και τι συμβαίνει με τη σχολική, την παρασχολική και τη φροντιστηριακή μετάφραση, που βολεύει μαθητές, δασκάλους και βαθμολογητές;
2. Τα κλασικά, όπως λέμε, έργα της μεγάλης λογοτεχνίας πώς δέχονται και υποδέχονται τη μετάφρασή τους και τους μεταφραστές; Εντέλει τι συμβαίνει με τα έργα αυτά, όταν τα μεταφράζουμε; Κερδίζουν; χάνουν; μας αναγνωρίζουν; μας εκδικούνται;
3. Σε ποιον γλωσσικό, μετρικό και υφολογικό τύπο πρέπει να μεταφράζονται σήμερα τα κορυφαία έργα της αρχαίας ελληνικής ποίησης, ας πούμε τα ομηρικά έπη; Στην καθαρεύουσα, στη δημοτική, στη μεικτή; Στη γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού, του μεσοπολέμου, του μοντερνισμού, του μεταμοντερνισμού; Και σε τι μέτρο; δεκαπεντασύλλαβο, δεκαεπτασύλλαβο, ελεύθερο στίχο, ρυθμικό πεζό;
Στα τρία αυτά ερωτήματα, θέλοντας και μη, έπρεπε να δώσω κι εγώ δική μου απάντηση, μεταφράζοντας τα τελευταία τριάντα χρόνια πρώτα την Οδύσσεια και μετά την Ιλιάδα. Ομολογώ λοιπόν πως, για να αποφύγω τις απειλητικές αυτές συμπληγάδες, έγινα υποβρύχιος, φτάνοντας έτσι στην απέναντι μεριά, έστω και με κομμένη ανάσα. Κρατώντας για σωσίβιο δύο ανυποχώρητες αρχές, που τις βρήκα σύμμαχες.
Η πρώτη έχει να κάνει με τη γενετική, θα έλεγα, εμπιστοσύνη στη μετάφραση, ειδικότερα στην ενδογλωσσική μετάφραση. Πιστεύοντας πως όσο σημαντικότερο είναι ένα λογοτεχνικό έργο, τόσο μεγαλύτερη μεταφραστική διαθεσιμότητα ενέχει στο εσωτερικό του. Η οποία, για να βγει στην επιφάνεια, χρειάζεται το πρόθυμο χέρι του μεταφραστή, εξασφαλίζοντας έτσι την επιβίωσή του. Που πάει να πει: η ερεθιστική μετάφραση αφυπνίζει το αρχαίο κείμενο, το οποίο άλλως πως ληθαργεί, προκρίνοντας κάποτε ακόμη και τη φάση της νεκροφάνειας. Οπότε η συμμαχική μετάφραση το διεγείρει και το ενεργοποιεί: το μεταφέρει από το παρελθόν στο παρόν, από τη μοναξιά στη συντροφιά, θυμίζοντας και τις συνθήκες της πρώτης του εμφάνισης.
Η δεύτερη αρχή, παράγωγη της πρώτης, προσβλέπει στον συγχρονισμό της μετάφρασης με τη δική της εποχή, χωρίς να εξαφανίζονται όμως τα διαχρονικά ίχνη της μητρικής γλώσσας. Στον βαθμό επομένως που η νεότερη ποίηση συντάσσεται στις μέρες μας κατά κανόνα σε ελεύθερο στίχο, η μετάφραση των ομηρικών επών (για να μείνω σ’ αυτά) δικαιούται να απεξαρτηθεί από τις δεσμεύσεις της παραδοσιακής μετρικής, η πραγματική σχέση της οποίας με την αρχαία μετρική είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Προσέχοντας αντ’ αυτού την εσωτερική ρύθμιση του πρωτότυπου λόγου: τον σφυγμό και την ανάσα του, την αναπνοή και την εκπνοή του, την ταχύρρυθμη ή αργόρρυθμη ροή του, ανάλογα με τον κυματισμό του νοήματος, ακόμη και την προσωρινή του ανακοπή. Το ίδιο ισχύει και για την ποιητική γλώσσα, το ύφος και το ήθος της, που πρέπει να συντονίζονται με τη γλώσσα, το ύφος και το ήθος της σύγχρονης ποίησης, ανάλογα με την εσωτερική κίνηση και συγκίνηση του πρωτότυπου κειμένου.
Αυτά τα λίγα από όσα λέγονται και γράφονται. Τα υπόλοιπα έτσι κι αλλιώς ανήκουν στον αμίλητο χώρο της ζωής και της γλώσσας, κι εκεί πρέπει να μείνουν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ