Eνα από τα βασικά ζητήματα που προσήλκυσαν το ενδιαφέρον φίλων και αντιπάλων του Eρικ Χόμπσμπαουμ, κατά τις τελευταίες τουλάχιστον δεκαετίες, δεν ήταν το γεγονός ότι υπήρξε όσο το γεγονός ότι παρέμεινε μαρξιστής ως το τέλος του βίου του. Πραγματικά, η μαρξιστική ιστορική ανάλυση του Χόμπσμπαουμ διακρίνεται για την υψηλή ποιότητα και το βάθος της από νωρίς. Ωστόσο, όταν έγραφε τους πρώτους τόμους της γνωστής τριλογίας ή καλύτερα τετραλογίας του –τις εποχές του Χόμπσμπαουμ όπως συνηθίζουμε να τις αποκαλούμε –ο μαρξισμός, με όλη την πολυμορφία και την ποικιλία του, ήταν μια μάλλον ηγεμονική τάση τόσο στις επιστημονικές κοινότητες όσο και στην ευρύτερη πολιτική κουλτούρα. Ο Χόμπσμπαουμ όμως συνέχισε να αυτοπροσδιορίζεται ως μαρξιστής ακόμη και όταν η τάση άρχισε να υποχωρεί από τη δεκαετία του 1980 και εξής, γεγονός που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις ακόμη και από παλιούς ομοϊδεάτες του. Ξορκίζοντας τα «φαντάσματα του Μαρξ», ο Niall Ferguson έγραψε μεγαλόθυμα στον επικήδειό του ότι «παρά τις πολιτικές του τοποθετήσεις, ο Ερικ Χόμπσμπαουμ ήταν ένας πραγματικά σπουδαίος ιστορικός». Περίεργη διαπίστωση για κάποιον που σκεφτόταν όπως σκεφτόταν την ιστορία αλλά και τη συγχρονία ακριβώς εξαιτίας των πολιτικών του τοποθετήσεων και όχι πέραν αυτών.
«Αμετανόητος» λοιπόν κατά τη γνωστή θεολογική έκφραση; Ο μαρξισμός του Ερικ Χόμπσμπαουμ αξίζει της προσοχής μας γιατί, όπως άλλωστε και ο ίδιος, διατρέχει έναν ολόκληρο αιώνα και σφραγίζει όχι μόνο την επιστημονική σκέψη αλλά και την πολιτική συγκρότηση και υπόσταση τουλάχιστον τριών διαφορετικών γενεών. Η αναλυτική του οπτική εστιάζει κυρίως στη διαδικασία της κοινωνικής αλλαγής και στην ανάδειξη όχι μόνο των συνεχειών αλλά κυρίως των ρήξεων και των μετασχηματισμών με άξονα τους πολιτικούς και κοινωνικο-οικονομικούς ανταγωνισμούς. Πρόκειται όμως για έναν μαρξισμό που έχει επίσης ορισμένες σημαντικές ιστορικο-πολιτικές αναφορές. Αντλεί κατ’ αρχάς από τη μαρξιστική «επιστήμη του καπιταλισμού», όπως συγκροτήθηκε κυρίως στον «μακρό 19ο αιώνα» και όπως αναπτύχθηκε προς την ανάλυση των κοινωνικών σχηματισμών, της δυναμικής των ανταγωνισμών και των μορφών της κοινωνικής αντίστασης. Διατρέχει επίσης τις εποχές της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού και αποτελεί εργαλείο κατανόησης της δημιουργίας, του ρόλου αλλά και της αποδιάρθρωσης των αυτοκρατοριών στον 19ο και τον 20ό αιώνα. Σφραγίζεται, τέλος, από τη συμβολή της Αριστεράς στον αντιφασιστικό αγώνα και από μια σταθερή και ακλόνητη αντιπαράθεση με τις ιδεολογίες του ναζισμού και του φασισμού.
Αυτές οι παρακαταθήκες προσδιόρισαν καθοριστικά τον μαρξισμό του Ερικ Χόμπσμπαουμ ενώ αποτέλεσαν σταθερά σημεία αναφοράς τόσο για το επιστημονικό έργο του όσο και για τις ευρύτερες δημόσιες, πολιτικές του παρεμβάσεις. Ιδιαίτερη θέση σε αυτές κατέχουν οι δυο τελευταίες συλλογές δοκιμίων του, «Παγκοσμιοποίηση, Δημοκρατία και Τρoμοκρατία» (ελλ. εκδ. 2007) και «Πώς να αλλάξουμε τον κόσμο. Μαρξ και μαρξισμός, 1840-1911» (ελλ. εκδ. 2012). Σίγουρα δεν συγκαταλέγονται στο «μεγάλο έργο» του. Αποτελούν όμως ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον «κύκνειο άσμα» όπου ο Χόμπσμπαουμ ατενίζει την αυγή του 21ου αιώνα ενώ ταυτόχρονα αποτιμά τη νεότερη και σύγχρονη ιστορία. «Δεν ζούμε το τέλος της ιστορίας» γράφει μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού αλλά «το τέλος της ιστορίας όπως την ξέραμε». Προς αυτή την κατεύθυνση, αναλύει τον μεταβαλλόμενο ρόλο των εργατικών τάξεων και του κόσμου της εργασίας σε συνάρτηση με τις κληρονομιές αλλά και τις τύχες του μαρξισμού, τους μεγάλους μετασχηματισμούς που αφορούν τη σταδιακή «μετεγκατάσταση» των ανθρώπινων κοινωνιών από την ύπαιθρο σε μεγα-πόλεις, τις τεχνολογικές εξελίξεις, τη συρρίκνωση της «Δύσης» και την ανάδυση της «Ανατολής», τη διάλυση του συστήματος της παγκόσμιας τάξης που διαμορφώθηκε στον νεωτερικό κόσμο. Στέκεται στις «προοπτικές της δημοκρατίας» και επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι η κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης αγοράς δεν συμπληρώνει τη δημοκρατία, όπως συχνά λέγεται, αλλά την υποκαθιστά. Η πολιτική, η οποία προσδιορίζεται ακριβώς από τη σύνδεσή της με κοινά ή συλλογικά συμφέροντα, δεν μπορεί να λειτουργήσει μέσα στις συνθήκες της εξατομίκευσης. Η άνοδος της βίας αλλά και της τρομοκρατίας συνδέεται με τον συνολικότερο εκφυλισμό της πολιτικής.
Σε αντίθεση με τον καιρό του Χόμπσμπαουμ, ολοένα και λιγότεροι άνθρωποι σήμερα είναι πρόθυμοι να προσχωρήσουν σε ένα όραμα του μέλλοντος όπου το τέλος του καπιταλισμού θα συνοδευτεί από την άνοδο ενός ελπιδοφόρου σοσιαλισμού. Δικαίως, αν σκεφτεί κανείς την ιστορία του 20ού αιώνα. Ωστόσο, όπως μας έμαθε ο μαρξιστής ιστορικός, ακόμη και με τις τελευταίες δημόσιες παρεμβάσεις του, η ανάλυση και η κατανόηση του «υπαρκτού καπιταλισμού» έχει ιδιαίτερη σημασία για να μη διολισθήσει ο κόσμος στην εποχή της βαρβαρότητας. Σημαντική κληρονομιά από έναν «αμετανόητο» μαρξιστή και πραγματικά σπουδαίο ιστορικό…
Η κυρία Εφη Γαζή είναι επίκουρη καθηγήτρια της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ