«Η δημοκρατία δεν είναι το πολίτευμα που μας πηγαίνει στον παράδεισο. Είναι το πολίτευμα που αποτρέπει το να βρεθούμε στην κόλαση». Να μια ρήση που δεν θα πρέπει να την ξεχνάμε όταν αναφερόμαστε στην, προβληματική έστω, με πολλά κουσούρια αναμφισβήτητα, αλλά και τόσο πολύτιμη, τόσο «ακριβή», κοινοβουλευτική δημοκρατία μας.
Η γενικότερη «μακαριότητα» της περιόδου 1974 – 2009, οικονομική και κατ’ επέκταση πολιτική, μας είχε κάνει να ξεχάσουμε πως η δημοκρατία, ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ελλάδας, ούτε απολύτως «αυτονόητη» είναι ούτε με τον αυτόματο πιλότο λειτουργεί. Οφείλει συνεχώς, σχεδόν καθημερινά, να επιβεβαιώνει τη λειτουργικότητά της, αλλά και να αμύνεται, να αυτοπροστατεύεται, απέναντι σε όλους εκείνους που είτε από πεποίθηση είτε από στιγμιαία αγανάκτηση και οργή είναι έτοιμοι να την καταδικάσουν σαν «ξεπερασμένη», να θεωρήσουν πως δεν γεννά παρά μόνο φαυλοκρατία, σκάνδαλα και κακοδιοίκηση.
Ανθρωποι που κατά κανόνα δεν έχουν καν γνωρίσει τι θα πει πραγματικά αυταρχικό κράτος και δικτατορία, με απίθανη επιπολαιότητα και ευκολία, εκτοξεύουν μεγαλόστομες ανοησίες, όπως «χούντα έχουμε και τώρα», «μας κυβερνάνε δωσίλογοι και προδότες», «η χώρα τελεί υπό κατοχή», «να στηθούν κρεμάλες», ή ακόμη και «ας γίνουν όλα μπάχαλο, τι έχουμε να χάσουμε;». Ε, λοιπόν, έχουμε πολλά να χάσουμε. Παρά την κρίση και παρά τις μεγάλες δυσκολίες που περνάει, η χώρα παραμένει πάντα – ευτυχώς – κοινοβουλευτική δημοκρατία, μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της ευρωζώνης. Στο μέτρο που τα πλεονεκτήματα αυτά θα περισώζονται και θα αξιοποιούνται, θα υπάρχει πάντα ελπίδα για ένα λιγότερο ζοφερό μέλλον. Αν ανοίξει η πόρτα εξόδου από το ευρωπαϊκό και δημοκρατικό κεκτημένο, μας περιμένει απλώς η κόλαση (της εισαγωγικής φράσης), χωρίς καν να υπάρχει ενδιάμεσο στάδιο, κάτι σαν καθαρτήριο. Και αν, ο μη γένοιτο, βρεθούμε στην κόλαση, προσωπικά – και όχι μόνο, ελπίζω – δεν θεωρώ ότι θα έχει και μεγάλη σημασία αν τα καζάνια θα έχουν μαύρο, φαιό ή κόκκινο χρώμα.
Σε όσους είναι επικίνδυνοι για τη δημοκρατία μας, εκτός από τα «λεβεντόπαιδα με τα μαύρα μπλουζάκια», θα πρέπει να συνυπολογίσει κανείς:
  • «Ανατρεπτικά» γκρουπούσκουλα και «αντισυστημικούς» νεομπολσεβίκους, που προπαγανδίζουν την ανυπακοή στους νόμους, υποθάλπουν τον πολιτικό και οικονομικό τσαμπουκά («δεν πληρώνω» κτλ.), ευνοούν την αυτοδικία, περιφρονούν βαθιά – σε τελική ανάλυση – τον κοινοβουλευτισμό και τις δημοκρατικές ελευθερίες. Για «κοινοβουλευτικό κρετινισμό» (sic) μιλούσε ο Λένιν. «Μεγάλη αναταραχή, έξοχη κατάσταση» έλεγε ο Μάο, του οποίου τη σκέψη ρητά έχει δηλώσει ότι θαυμάζει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
  • Δημαγωγούς ή ολιγόνοες πολιτικάντηδες που εκτοξεύουν κατά ριπάς αρλούμπες και ασυναρτησίες, περί ψεκασμών, διεθνών συνωμοσιών, μασόνων και εβραίων, πετρελαίων που κάποιοι τα κρύβουν κ.ο.κ. Σε άλλες εποχές, ίσως απλώς να γελάγαμε με αυτούς, να τους βλέπαμε σαν το πολιτικό αντίστοιχο του Λιακόπουλου. Σήμερα όμως, ποντάροντας στα ζόρια που περνάνε οι πολίτες αλλά και στην πάντα υπαρκτή στην «καθ’ ημάς Ανατολή» ροπή προς τον ανορθολογισμό, ακόμη κι αυτοί μαζεύουν ψηφαλάκια και αποκτούν οπαδούς.
  • Ελαφρολαϊκούς διασκεδαστές που, αν και ισχυρίζονται ότι στα «τσαντίρια» τους κάνουν απλώς σάτιρα, λειτουργούν ωστόσο σαν λαϊκοί ιεροκήρυκες άλλων εποχών. Κολακεύουν με τον πιο ευτελή τρόπο τους ακροατές τους, διαβεβαιώνοντάς τους ουσιαστικά ότι εκείνοι δεν φταίνε σε τίποτε, ότι είναι θύματα και μόνο θύματα (οι τυφλοί της Ζακύνθου και αυτοί που έπαιρναν επί εικοσαετία τις συντάξεις των πεθαμένων γονιών τους ήταν, προφανώς, Ολλανδοί, Γερμανοί και Φινλανδοί). Παράλληλα, προωθούν την άποψη πως η πολιτική, γενικώς και αδιακρίτως, είναι μια τεράστια κομπίνα και λαμογιά, πως το Κοινοβούλιο δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα «μπ…λο», που όσο πιο γρήγορα «το κλείσουμε», ή ίσως και το «κάψουμε», τόσο το καλύτερο.
Μακριά από μένα κάθε σκέψη ή απόπειρα να εξωραΐσω καταστάσεις. Ασφαλώς και η δημοκρατία μας πάσχει από δυσλειτουργίες και στρεβλώσεις, με ευθύνη – κυρίως, αλλά όχι μόνο – αυτών που κατά καιρούς κυβέρνησαν. Κι αυτοί όμως, ούτε ευθύνονται όλοι εξίσου για τη σημερινή κατάσταση, ούτε ήταν όλοι ίδιοι. Αλλο ο Κωνσταντίνος Καραμανλής που παρέδωσε στους επόμενους σχεδόν μηδενικό δημόσιο χρέος, και άλλο το ξεσάλωμα (με δανεικά) της δεκαετίας του 1980. Αλλο η περίοδος Σημίτη και άλλο οι «αχθοφόροι μεγάλων ονομάτων» που κλήθηκαν να διαχειριστούν τις τύχες της χώρας, και μάλιστα σε δύσκολες εποχές, με… τα γνωστά αποτελέσματα.
Και κάτι ακόμη. Οταν η πολιτική αντιπαράθεση αρχίσει να διεξάγεται με τραμπουκισμούς και με γιαούρτια, με καδρόνια και με γροθιές, καλό θα είναι κάποιοι «αντισυστημικοί» να μην ξεχνούν ότι η Ιστορία διδάσκει πως αυτοί που τελικά επικρατούν είναι οι ακροδεξιοί και οι φασίστες, κατά τεκμήριο πιο ικανοί στη χρήση του καδρονιού και της γροθιάς. Κάθε φορά, λοιπόν, που κάποιος αγανακτεί με τις (αδιαμφισβήτητες) ελλείψεις και με τα τρωτά της κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας, ας θυμάται πως συνήθως τις «Βαϊμάρες» δεν τις ακολουθεί ούτε η «άμεση δημοκρατία» ούτε η «πλέρια δημοκρατία της βάσης», ούτε τα «σοβιέτ» ή άλλα ηχηρά παρόμοια. Τις ακολουθούν οι Χίτλερ και οι Μουσολίνι, οι Φράνκο και οι Σαλαζάρ, οι Μεταξάδες και οι Παπαδόπουλοι.
Και μιας και άρχισα με μια ρήση, ας κλείσω με μιαν άλλη, την οποία επίσης καλό θα είναι να τη θυμόμαστε στους χαλεπούς όσο και «πονηρούς» καιρούς που ζούμε: «Ο σοσιαλισμός χωρίς τη δημοκρατία δεν αξίζει τίποτε. Η δημοκρατία, ακόμα και όταν δεν είναι σοσιαλιστική, αξίζει πολλά».

Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ